Κίνητρο να γράψει κανείς και να δημοσιεύσει τη γνώμη του, να μετέχει δηλαδή στον Δημόσιο Διάλογο, δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει πια. Οτιδήποτε και να πει, όποιος, ακόμα και το άριστο να πει, θα βρεθεί μια Ομάδα τραμπούκων που καραδοκεί, να του ριχτεί. Οι ντομάτες, τα γιαούρτια και τ’ αυγά των μνημονιακών χρόνων αποσύρθηκαν, πήραν όμως τη θέση τους ισοδύναμες λέξεις και φράσεις, οι οποίες στην πράξη λειτουργούν ακόμα πιο βίαια. Διότι, ναι, η λεκτική βία είναι ισοδύναμη βία με την άλλη, του μαζικού ξυλοδαρμού. Αν όχι και χειρότερη… Σκέψου το…
Η σιωπή των φρονίμων έχει επέλθει. Σα να υπέκυψε ο λόγος στην εικόνα και το ντόρο. Στην πιάτσα ακούγονται πλέον μονάχα οι κραυγές, τα μουγκανητά και τα βελάσματα.
Γιατί όμως αυτό;
Μπορεί κάποιος να εξηγήσει τι έχει συμβεί;
Για την ιστορία δηλαδή…
Θα πω μία γνώμη, θα την πω εδώ, που μπαίνουν να με διαβάσουν λίγοι, εκείνοι που ψάχνουν απαντήσεις στα δικά τους ερωτήματα, όχι εκείνοι που περιμένουν ακίνητοι σαν το φίδι στην τρύπα για να επιτεθούν σε ό,τι περάσει μπροστά τους….
Νομίζω πως η εξήγηση είναι απλή:
Θα πάω πίσω, στα χρόνια της δεκαετίας του ’90, όταν “έζωναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα”, ήταν η “εποχή των παχιών αγελάδων”, η νεολαία ΠΑΣΟΚ είχε σύνθημα στις αφίσες της κι έλεγε ότι “η ζωή είναι μαγκιά”. Οι γονείς έστελναν τα παιδιά τους φροντιστήριο να περάσουν στο πανεπιστήμιο, να πάρουν ένα χαρτί για να διοριστούν στο Δημόσιο, “να πιαστούν από θυρίδα”. Σε κάθε απεργία τους οι συνδικαλιστές πετύχαιναν μία αύξηση του μισθού τους και της σύνταξης, καθιέρωναν επιδόματα. Να μη μπούμε σε λεπτομέρειες… Οι επιχειρήσεις (μεταξύ των οποίων πρώτες και καλύτερες οι επιχειρήσεις Τύπου) είχαν μοναδικό τους πελάτη το κράτος, όχι την Αγορά. Το 42% του πληθυσμού που μέχρι τότε ζούσε από την αγροτική παραγωγή, συρρικνώθηκε το 2010 σε 6%, όπως ήταν η επιταγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1985 ακόμα. Η ύπαιθρος ερήμωσε στην δεκαετία του ’80 και χρειάστηκε το 1991 ν’ ανοίξει τα σύνορα, ποιος; η Νέα Δημοκρατία… για να μπουν ένα εκατομμύριο Αλβανοί επειδή χρειάζονταν εργατικά χέρια και δεν υπήρχαν… Το σύνθημα της δεκαετίας του ’80 που έλεγε “δεν θα γίνουμε γκαρσόνια της Ευρώπης” ήταν η σημαία που έσειαν τα περήφανα νιάτα στις πολιτικές συγκεντρώσεις.
Αυτά κι άλλα. Με λίγα λόγια:
Όλος αυτός ο κόσμος, νεολαίοι και συνδικαλιστές, είχαν μπει σε μία πολιτική νιρβάνα που εξελίχθηκε βέβαια στο αντίθετο της πολιτικής ενέργειας: Μόλις βολεύονταν, η πολιτική που τους βόλεψε, δεν είχε κανένα νόημα γι’ αυτούς. Στην δεκαετία του ’90 είχαν φανεί τα πρώτα σημάδια της αποπολιτικοποίησης. Συνέχιζαν ν’ ασχολούνται με τα κόμματα εκείνοι μόνο που δεν είχαν ακόμα βολευτεί.
Έχω να παραθέσω αμέτρητα κείμενα από την εποχή εκείνη (δικά μου και άλλων) που φωνάζαμε για το φαινόμενο της αδιαφορίας προς τα κοινά. Μάταια!
Μέχρι τις 23 Απριλίου 2010 που ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε από το Καστελόριζο το πρώτο μνημόνιο, δεν είχε πάρει κανείς χαμπάρι, δεν άκουγε, δεν πίστευε κανείς τίποτα, παρά το γεγονός ότι η οικονομική κρίση είχε ήδη αρχίσει δεκαεννιά μήνες πριν, τον Σεπτέμβριο του 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers στην Αμερική. Ζούσαν όλοι στην κοσμάρα τους. Τίποτε δε μπορούσε ν’ απειλήσει τις – ακλόνητες πια – βεβαιότητές τους. Κι όσοι φώναζαν, όσοι γκρίνιαζαν (μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων) όσοι αρθρογραφούσαν και προειδοποιούσαν για τα δεινά που έρχονταν, καταχωρούνταν στους γραφικούς και τους απροσάρμοστους.
Ενήλικες και νέοι, μια – άμορφη πολιτικά – μάζα, στην συντριπτική πλειοψηφία του λαού (θα τολμούσα να πω, αυθαίρετα βέβαια, ένα ποσοστό 85%) είχαν απομακρυνθεί από την πολιτική σκέψη και την πολιτική αίσθηση, αν και όφειλαν την ευμάρειά τους στην πολιτική εμπλοκή τους, είτε ως “αγωνιστές”, είτε ως ρουσφετολόγοι.
Οι πολιτικοί πήγαιναν εκεί που τους πάει το ποτάμι. Άβουλοι, αλλά επιτήδειοι, καταφερτζήδες της πλάκας, αποτυχημένοι σε όποια δουλειά έκανε ο καθένας, είδαν την πολιτική (στη Βουλή, στη Νομαρχία, στο Δήμο) σαν καριέρα, σαν τη μόνη οδό του πλουτισμού τους. Και, φυσικά, δε χάλαγαν το χατίρι κανενός… “Ό,τι θέλει το παιδί”…
Και, ξαφνικά, το μπαμ.
Όλο αυτό το κοπάδι, εν μιά νυκτί, ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Μείωση μισθών και συντάξεων; Πού ακούστηκε; Μουρλάθηκαν οι πάντες.
Να μη γίνομαι πολύ αναλυτικός, δε χρειάζεται, να πω μόνο το εξής: Όλο αυτό το πλήθος, το 85% του λαού πάνω – κάτω, είχε απομακρυνθεί, όπως είπα και παραπάνω, από την πολιτική ιδέα. Ήταν απολίτικο πλέον. Ίσως η μεγαλύτερη απολίτικη μάζα που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα μετά το 1821.
Από τον Απρίλιο του 2010 μέχρι τον Μάιο του 2011, για ένα χρόνο, η μάζα ήταν απόλυτα μουδιασμένη και προσπαθούσε να καταλάβει τι έγινε. Κανείς όμως δε μπορούσε να της εξηγήσει. Ή, μάλλον, κανένας δεν ήταν πλέον αξιόπιστος στα μάτια της. Η γενική καχυποψία στράφηκε εναντίον πάντων. Όποιος έβγαινε να μιλήσει κι έλεγε κάτι που δεν της άρεσε, τον αφόριζε. Απολύτως εξηγήσιμη συμπεριφορά μιας μάζας! Ο ίδιος ο άγιος Παΐσιος αν έβγαινε και να εξηγήσει τα δεδομένα της οικονομίας, θα τον έπαιρναν με τις ντομάτες. Το μόνο που ήθελε ν’ ακούσει, ήταν αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων. Τέλος. Τίποτε άλλο.
Μια απολίτικη μάζα δεν ακολουθεί ποτέ τη λογική. Όταν ανακαλύπτει ξαφνικά την πολιτική, ακολουθεί αυτόν που κάνει το μεγαλύτερο ντόρο, αυτόν που φωνάζει περισσότερο. Κι αυτός ήταν ο Τσίπρας. Η μάζα τον έκαμε πρωθυπουργό το 2015. Για ένα ολόκληρο εξάμηνο, το 85% του λαού, ακόμα κι εκείνοι που δεν τον ψήφισαν, πίστευε ότι θα σκίσει το μνημόνιο. Άρχισαν να υποψιάζονται για το αντίθετο μετά την κωλοτούμπα στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015.
Εννοείται ότι ο Τσίπρας δεν έσκισε το μνημόνιο. Και να ήθελε, δεν θα μπορούσε δηλαδή. Όχι γιατί συμβιβάστηκε με τη Μέρκελ, αλλά γιατί… δεν έβγαιναν τα νούμερα! Οι μισθοί και οι συντάξεις δεν αποκαταστάθηκαν. Στο λαό έμεινε – καθώς ήταν φυσικό – η απογοήτευση. Έμεινε όμως και κάτι άλλο: Η παράκρουση.
Βγαίνουν τώρα και μιλούν στα κοινωνικά δίκτυα – χωρίς να ξέρουν τι λένε – και “πυροβολούν ό,τι πετάει”, όλοι εκείνοι που, πριν το 2010, “κοίταγαν μόνο τον κωλάκη τους” και δεν είχαν ανησυχήσει ποτέ για τίποτε άλλο, πέρ’ απ’ το μισθό και τη σύνταξη…
Οπότε πέφτουμε στην παλιά λαϊκή παροιμία που λέει: “Άμα βάλ’ς του γκώλου σ’ μάειρα, σκατά θα σ’ μαειρέψ’”…