Δεν είμαι της εξόδου στο μπαρ ή στην ταβέρνα και, γι’ αυτό, έψαχνα κάτι για να περνάω καλά τα βράδια.
Δε μιλώ για τη νιότη, ούτε για τα παλιά. Ήταν αλλιώς τότε… Μιλώ για τα τελευταία χρόνια, ιδίως για τους τελευταίους μήνες, που όλοι ξέρετε πώς ήταν… Ούτε μιλώ για τα έκτακτα, μιλώ για τα συνήθη. Για τη ρουτίνα μιλώ, για τον κανόνα.
Στην αρχή απέρριψα τα κανάλια και κάθε είδους εκπομπές, ξεκινώντας από τις ειδήσεις, ακόμα και τις ταινίες, αδικώντας εν γνώσει μου και τις καλές που κάπου και πού τύχαιναν…
Μετά, έβλεπα μόνο ντοκιμαντέρ. Τα είδα όμως, τα ξαναείδα, κάποτε βαρέθηκα να βλέπω τα ίδια και τα ίδια.
Πέρασα τότε στο Netflix. Μπούχτισα κι εκεί. Δεν έχει αξία να εξηγήσω τώρα γιατί, αφού, μάλλον το πάθατε κι εσείς και, σίγουρα μπουχτίσατε για τους ίδιους λόγους…
Μια προηγούμενη εποχή που το είχα ξαναπάθει, άρχισα να γράφω ποιήματα, ένα κάθε βράδυ. Έγραψα έτσι εκατό απανωτά. Μετά, είδα: Ούτε κι αυτό έχει νόημα! Τι σου φταίει ο κόσμος ρε αν θέλεις να σκοτώσεις εσύ την ανία σου; Περνούσα καλά, όχι όμως τόσο καλά, όσο θα ήθελα.
Ψάχνοντας – ψάχνοντας, βρήκα ένα κόλπο. Δεν έφτασα σ’ αυτό από σύμπτωση. Πειραματιζόμουν σε διάφορα, για καιρό:
Έβαλα ένα χοντρό μαξιλάρι στο μπράτσο του καναπέ κι ένα μικρότερο από κάτω για να κάνει μια αναπαυτική κλίση. Ξάπλωσα. Μετά πήρα ένα βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω.
Υπέροχα ήταν!
Έλα όμως που έπρεπε να κρατάω το βιβλίο ψηλά, όπως ο Πύρρος Δήμας τη μπάρα.
Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά δεν έβρισκα λύση! Καμία αλλαγή του σώματος δε μπορούσε να κρατήσει για πολύ.
Τα πιο απλά πράγματα μερικές φορές δεν είναι καθόλου απλά. Μέχρι να πάω στο μάστορα να μου φτιάξει αναλόγιο σκεφτόμουν.
Ώσπου, ένα βράδυ, έπεσε στο δάπεδο τυχαία ένα μικρό μαξιλάρι δίπλα μου και, χωρίς να σηκωθώ, το πήρα. Μη έχοντας πού να το βάλω προσωρινά, το έβαλα στο στήθος μου και πάνω του ακούμπησα – τυχαία πάλι – το χοντρό βιβλίο που με βασάνιζε.
Θαύμα ήταν!
Το βιβλίο βρέθηκε ξαφνικά στη σωστή θέση, στην σωστή απόσταση από τα μάτια μου (να διαβάζω χωρίς γυαλιά) κυρίως όμως ήταν σα να είχε γίνει πούπουλο η μπάρα! Το μόνο που χρειαζόταν να κάνω, ήταν πια να γυρίζω τις σελίδες! Μου φάνηκε ότι την τόσο απλή λύση δεν την έδωσα εγώ, αλλά το ίδιο το βιβλίο που ήθελε ρε παιδάκι μου να διαβαστεί.
Τυχαία; Όχι, δεν έγινε τυχαία! Είδε το βιβλίο ότι δε μπορούσα να βρω λύση και τη βρήκε μόνο του.
Ήμουν ευγνώμων. Το ευχαρίστησα.
Εκείνη τη νύχτα διάβασα το μισό. Την άλλη νύχτα διάβασα το άλλο μισό. Την τρίτη νύχτα πήρα στα χέρια μου άλλο. Αλλά το πρώτο βιβλίο, εκείνο που μου άνοιξε τα μάτια, το βιβλίο που μου έδειξε το δρόμο της βραδινής αναγνωστικής απόλαυσης, το έχω πάντα δίπλα μου, εκεί, ως έκφραση διαρκούς ευγνωμοσύνης, έτσι όπως θα έπρεπε να αισθάνεται ο καθένας μας για όποιο πρόσωπο (ή όχι) του φώτισε κάποτε το δρόμο…