Κάποτε νόμιζα ότι αυτό το αξίωμα ήταν ακλόνητο … νόμιζα ότι… αυτός που κατηγορείται για κάτι, άντε, αυτός που διώκεται για κάτι, είναι “αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου”. Όρος απαράβατος για ολόκληρη την κοινωνία, που όριζε και την στάση της, κυρίως όμως την στάση των θεσμών της Δημοκρατίας, απέναντί του.
Οι σχετικές ειδήσεις, ακόμα σήμερα συντάσσονται και μεταδίδονται με την έκφραση “ο φερόμενος ως ένοχος”. Ακόμα σήμερα, ο δημοσιογράφος που θ’ αναφέρει ως ένοχο κάποιον που δεν καταδικάστηκε στο δικαστήριο, “θα το πληρώσει ακριβά”…
Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως – θεσμός της Δημοκρατίας, μην το ξεχνάμε – όχι μόνο δεν θα το πληρώσει, διεκδικεί το δογματικό δικαίωμα να το διαλαλεί κιόλας. Παραβιάζοντας ευθέως κάθε αρχή που ισχύει για τους άλλους, αλλά χωρίς να ισχύει για κείνον! Μέχρι μαθήματα δημοσιογραφίας δίνει, όταν υφίσταται ο ίδιος αυτή την αθλιότητα…
Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ έκαμε κυρίαρχη σκέψη στη χώρα το αντίθετο: Όποιος διώκεται για κάτι, είναι ένοχος.
Η επιχειρηματολογία του κόμματος, αλλά και των παπαγάλων του στα κοινωνικά δίκτυα, θεμελιώνεται πάνω στο δόγμα ότι “αυτός είναι υπόδικος”, άρα, ως υπόδικος, είναι ψεύτης σε ό,τι κι αν λέει, ακόμα και όταν υπερασπίζεται την αθωότητά του.
Αυτό βέβαια με την σειρά του οδηγεί στο άλλο: Όποιος αθωώνεται, λάδωσε τους δικαστές, γιατί είναι του βαθέος συστήματος… Φως φανάρι, η Δικαιοσύνη είναι διεφθαρμένη.
Η Λερναία Ύδρα έχει πολλά κεφάλια. Γνωστό: Ένα κεφάλι κόβεις, δύο φυτρώνουν. Ένα κεφάλι της τερατογένεσης αυτής, το πιο κρίσιμο για την Δημοκρατία, όσο το κόβεις, τόσο ξαναβγαίνει, και μάλιστα ξαναβγαίνει διπλό. Έγινε κυρίαρχη ιδεολογία στην Ελληνική κοινωνία, υιοθετήθηκε απ’ τους θεσμούς της. Και λέει το εξής πάνω – κάτω:
Αν θέλεις να εξοντώσεις τον πολιτικό σου αντίπαλο, κατηγόρησέ τον για κάτι, κάνε του μια μήνυση, όπως έλεγε παλιά ο λαός, “τύλιξέ τον σε μια κόλλα χαρτί”… Διότι, ως υπόδικος, δεν θα δικαιούται να ομιλεί. Καθότι, αν δεν δικαιούται να ομιλεί αυτός, θα ομιλείς εσύ, “θα παίζεις μπάλα μόνος σου”…
Την αρχή αυτής της αθλιότητας δεν την έκαμε ο ΣΥΡΙΖΑ που την διακονεί σήμερα. Την έκαμε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1989. Ο πολιτικός πρόγονος του ΣΥΡΙΖΑ (η ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου) μαζί με το ΚΚΕ ανταποκρίθηκαν τότε και στήριξαν την πολιτική λωποδυτιά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ανταποκρίθηκαν, γιατί αυτή η αιμοβορία ήταν ήδη χαραγμένη στο πετσί τους. Έτσι έγινε η “συγκυβέρνηση” τότε, “το βρώμικο ‘89”, όπως έμεινε στην Ιστορία…
Για την άθλια κατάσταση που κυριαρχεί σήμερα στον δημόσιο βίο, υπήρξαν πολλά στάδια επώασης. Το ζήτημα είναι ότι “το αβγό του φιδιού” επωάστηκε στην αριστερά κι έγινε κυρίαρχο αξίωμά της. Η αριστερά έκαμε την εκκόλαψη αυτού του φασισμού.
Η επίμονη αρθρογραφία μου για το “δημοσιογραφικό ζήτημα” ΔΕΝ αποτελεί υπεράσπιση των δημοσιογράφων, όπως – ακόμα και οι φίλοι – μου προσάπτουν. Είναι μια γνωστική αντίδραση, μια διαρκής διαμαρτυρία, θα έλεγα και μια αντίσταση, σε αυτή την κοινωνική αθλιότητα που, αν και δε με αγγίζει προσωπικά, τα τριάντα χρόνια που πέρασαν – αντικατέστησε σταδιακά τον ουμανισμό της αριστεράς και μόλυνε τα μυαλά των ανθρώπων, ιδίως των νέων.
Θα πω για μιαν ακόμα φορά, ότι ποτέ δεν υπερασπίστηκα τους δημοσιογράφους. Υπερασπίστηκα μόνο την δημοσιογραφία, ως θεσμό, εστιάζοντας μάλιστα στην Τοπική Δημοσιογραφία που, άλλωστε, είναι και το αντικείμενό μου. Αλλά – με το σημείωμά μου αυτό – θα προσθέσω στα προηγούμενα κάτι ακόμα:
Παρά το γεγονός ότι γίνομαι κουραστικός στους αναγνώστες μου, θα επιμείνω στο θέμα, όχι μόνο γιατί είμαι πεισματάρης, αλλά διότι, κατά τη γνώμη μου, είναι κρίσιμο θέμα για το μέλλον της νέας γενιάς. Η διεστραμμένη κοσμοαντίληψη που τσιμεντώθηκε στα μυαλά της Ελληνικής κοινωνίας και δηλητηρίασε το νου της, πρέπει να εκλείψει.