Κατιναριό εις την νιοστήν

Ας υπήρχε τουλάχιστον ένα όριο που να μη διάβαινε κανείς. Ένα μέτρο. Ας σταματούσαν όλα εκεί που, περνώντας το σύνορο, αρχίζει η ανθρωποφαγία.

Στο όνομα των δικαιωμάτων καταργήθηκαν τα όρια. Με τον ίδιο τρόπο που καταργήθηκαν (που θέλουν να καταργηθούν δηλαδή) και τα σύνορα.

Μιλάμε και συμπεριφερόμαστε με όρους ευμάρειας. Είναι σα να έχουμε λύσει όλα τα προβλήματα επιβίωσης και, πλέον, τακτοποιούμε τα θέματα του ερωτισμού μας, όπως έκαναν οι αργόσχολες κυρίες της αυλής στα σαλόνια των διεφθαρμένων βασιλικών οίκων της Ευρώπης το μεσαίωνα.

Κατιναριό εις την νιοστήν…

Ο δημόσιος διάλογος (όχι μόνο στα social media αλλά και) στη Βουλή διεξάγεται επί θεμάτων αριστοκρατίας, στο όνομα της… επανάστασης που καταργεί τάχα την αριστοκρατία και την βασιλεία.

Δεν υπήρξε ποτέ στην Ιστορία τόσο μεγάλη γελοιότητα. Να εκτίθενται ανεπανόρθωτα επαναστάτες και θρήσκοι αντάμα, δεν ξανάγινε…

Η αποκαθήλωση των θεσμών που προηγήθηκε, τι άλλο θα έφερνε από την αποκαθήλωση των προσώπων;

Ελάχιστοι σήμερα θ’ αντιλαμβάνονταν την ουσία των γεγονότων που βιώνουμε. Βυθισμένοι στο ημερήσιο λακριντί μιας ξεπεσμένης και νόθας αριστοκρατίας “λαϊκού τύπου”, οι πολλοί αδυνατούν να παρακολουθήσουν οποιοδήποτε αντίδοτο στο βούρκο.

Η κλασική συνταγή της δημοσιογραφίας εκτίθεται βάναυσα: Τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης είναι εγκλωβισμένα στην παραδοσιακή αντίληψη να μεταδίδουν “αυτά που θέλει ο λαός”. Αρθρογραφούν, σχολιάζουν, μεταδίδουν ειδήσεις που “φέρνουν νούμερα” και απεμπολούν θέματα για τα οποία “δεν νοιάζεται κανείς”. Που σημαίνει ότι η παραδοσιακή δημοσιογραφική συνταγή “ανακυκλώνει την πορδή της”.

Αλλά με την παρατήρηση αυτή αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι “η επιστροφή στην παλιά καλή δημοσιογραφία” που επαγγέλλονται πολλοί, δεν είναι παρά μία φενάκη.

Η πραγματικότητα δηλοί ότι η δημοσιογραφία που ξέραμε, κατέρρευσε. Όχι γιατί ξήλωσε τον αμαρτωλό ΔΟΛ ο Τσίπρας για να βάλλει στη θέση του τον σύντροφο Ιβάν, αλλά γιατί η Αμερικανική και η Ευρωπαϊκή δημοσιογραφία πεντακοσίων ετών που ξέραμε ως τώρα, έκλεισε για πάντα τον κύκλο της.

Τα Μέσα Ενημέρωσης ήταν ο πρώτος θεσμός της Δημοκρατίας που υπέστη καθίζηση. Τώρα βιώνουμε την καθίζηση των θεσμών που έπονται, αλλά και – όπως είπαμε ήδη – των προσώπων και των λειτουργών, της Τέχνης σήμερα, της Πολιτικής αύριο, της Εκκλησίας στη συνέχεια. Η διαδικασία αποψίλωσης του “παλιού συστήματος” που άρχισε, θα σαρώσει τα πάντα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία επ’ αυτού.

Εξειδικεύοντας ενδεικτικά τις επιπτώσεις που έχει ο καιρός μας στην δημοσιογραφία και τα Μέσα Ενημέρωσης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι – για πρώτη φορά – γίνεται τόσο φανερή η ανάγκη αναθεώρησης των παραδοσιακών συνταγών της δημοσιογραφίας. Η κλασική δημοσιογραφία, αυτή που σπούδασαν και άσκησαν επιφανείς δημοσιογράφοι, παγκοσμίως, αδυνατεί ν’ ανταπεξέλθει στις ανάγκες της Ιστορίας. Να χτίζεις σήμερα το Μέσο Ενημέρωσης βάσει της συνταγής “αυτά τα θέματα θέλει ο κόσμος”, είναι σκέτη αυτοχειρία.

Κι όμως αυτό κάνουν ΟΛΑ τα Μέσα Ενημέρωσης, σε όλον τον κόσμο. Γεγονός που επιτρέπει μία γενική “πρόγνωση καιρού”: Κανένα απ’ αυτά τα Μέσα Ενημέρωσης δεν θα επιβιώσει χωρίς “ενέσεις” της εξουσίας, ακόμα και αν επενδυθούν εκατομμύρια ευρώ από επενδυτές – συνομιλητές της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν θα επιβιώσει γιατί ανακυκλώνει το μεθάνιο που ελευθερώνουν οι αγελάδες βόσκοντας στα λιβάδια…

Η δημοσιογραφία χρειάζεται επειγόντως ΑΛΛΗ συνταγή.

Θα φανεί περίεργο, μπορεί να παρεξηγηθεί κιόλας, οφείλω πάντως να το σημειώσω, άσχετα των όποιων εντυπώσεων: Η συνταγή που χρειαζόταν ο Τύπος (η συνταγή που χρειάζεται δηλαδή σήμερα όσο ποτέ άλλοτε) δοκιμάστηκε (μινιμαλιστικά μεν, πετυχημένα δε) κατά την πρώτη τριετία της δεκαετίας του 1990 στο… Αγρίνιο. Με τον “Αραμπά”. Ήταν συνταγή που (τριάντα χρόνια πριν) υποδέχτηκαν ως σωτήρια για τον πανελλήνιο Τύπο επιφανείς δημοσιογράφοι της εποχής, τόσο του Έντυπου Αθηναϊκού Τύπου, όσο και της τηλεόρασης. Δεν υπήρχε τότε το διαδίκτυο.

Η συνταγή εκείνη (για να την πούμε απλά) βασιζόταν στην ιδέα της “Συγγραφικής Δημοσιογραφίας”.

Δεν θα σημειώσω εδώ περισσότερα, δεν έχει και νόημα. Θα εξηγήσω μόνο (πολύ συνοπτικά) ότι ενώ η κλασική δημοσιογραφία ασχολείται με θέματα που θέλει ο λαός, η δημοσιογραφία του “Αραμπά” ασχολήθηκε με θέματα που (εν αγνοία του) χρειάζεται ο λαός. Το στοίχημα ήταν να βρεθούν και να συνυπάρξουν αρμονικά αυτά τα δύο στοιχεία.

Ο “Αραμπάς” πέτυχε απόλυτα στο λαό. Επί μία τριετία ήταν ακατάβλητος… Δεν άντεξε τελικά στις απανωτές επιθέσεις των κυρίαρχων κομματικών και θρησκευτικών ιδεολογιών. Δε γονάτισε πάντως αμαχητί. Έκλεισε τον Δεκέμβριο του 1997.

Δεν θα έκλεινε ποτέ, αν έπαυε στην πορεία του να είναι μια “μοναχική πτήση”…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top