Η κατάλληλη ώρα

Μια φορά ο Ιάσων πήγε με τον Μυρτιδαίο στο δάσος να κόψουν ξύλα.

Κάποια στιγμή κουράστηκαν, ξάπλωσαν στο γρασίδι και άρχισαν να κουβεντιάζουν.

Εκεί που κουβέντιαζαν, ξαφνικά, ο Ιάσων διέκοψε απότομα τον Μυρτιδαίο λέγοντας.

“Αυτή τη λέξη μην την ξαναπείς”.

Εκείνος απόρησε:

“Μα… αυτή την λέξη την λέω χρόνια, δάσκαλε! Δεν σ’ ενοχλούσε! Γιατί σ’ ενοχλεί τώρα;”.

“Πάντα μ’ ενοχλούσε”, είπε ο Ιάσων. “Και μ’ ενοχλούσε γιατί ήταν προσβλητική”.

“Μα… γιατί δεν είπες ποτέ κάτι; Αμέσως θα την καταργούσα”.

“Επειδή περίμενα να έρθει η κατάλληλη ώρα. Σήμερα είναι η κατάλληλη ώρα. Τα προηγούμενα χρόνια, όποια στιγμή κι αν σου έλεγα πως η λέξη αυτή είναι προσβλητική και μ’ ενοχλεί, δεν θα καταλάβαινες γιατί είναι προσβλητική, ούτε γιατί μ’ ενοχλεί, δεν ήσουν έτοιμος να καταλάβεις το βαθύτερο νόημά της, οπότε θ’ αντιδρούσες. Δεν θα έλεγες ποτέ την κουβέντα που είπες τώρα”.

“Τι απ’ όλα;”, είπε ο Μυρτιδαίος.

“Είπες ότι, αν σου το είχα πει, θα καταργούσες αυτή τη λέξη αμέσως. Ε, σου λέω πως, ακόμα κι αν το έλεγα, δεν θα το έκανες. Αντιθέτως. Θα ρωτούσες γιατί, θα επιστράτευες επιχειρήματα για να πεις ότι ο καθένας έχει την άποψή του κι εσύ την δική σου, θα διεκδικούσες το δικαίωμα να εκφράζεσαι όπως θέλεις, θα γκρέμιζες έτσι την αρμονία σ’ έναν διάλογο. Κι αυτό δεν θα περιοριζόταν μόνο στην συγκεκριμένη λέξη, θα διαχεόταν σε όλες τις λέξεις, θα ίσχυε μετά για όλα τ’ άλλα που θα σου μάθαινα τον επόμενο καιρό, θα στράβωνες. Κι επειδή θ’ αντιδρούσες μ’ αυτόν τον στραβό τρόπο, θα το θεωρούσες από πάνω και δικαίωμα, η λέξη θα ρίζωνε μέσα σου, θα γινόταν δέντρο, θα έβγαζε κλωνάρια και κλαδιά, στο πλάι της θα φύτρωναν άλλα δέντρα και θάμνοι, έν’ αδιαπέραστο δάσος. Δεν θ’ απαλλασσόσουν ποτέ από αυτό το δάσος. Εγώ, από την άλλη, θα γινόμουν αίτιος να γίνει το αντίθετο από αυτό που θα ήταν καλό να γίνει. Με δικό μου φταίξιμο δεν θα φτάναμε ποτέ στη σημερινή χαρμόσυνη μέρα”.

“Περίμενες τόσα χρόνια για να μου πεις αυτά τα πράματα για μία άσχημη λέξη που έλεγα συχνά στις κουβέντες μας, μια λέξη για την οποία κάθε φορά αισθανόσουν προσβεβλημένος, δάσκαλε”;

“Ναι. Ήξερα ότι θα έρθει ένας καιρός και θα καταλάβεις το βαθύτερο νόημά της. Τότε μόνο θα χρειαζόσουν μία τελευταία ώθηση προς την σωστή κατεύθυνση. Αυτό έγινε σήμερα. Η προσβολή είναι μια κατάσταση που δεν πάει μόνο εναντίον του άλλου, γυρίζει και μπούμερανγκ εναντίον εκείνου που την εκτοξεύει. Όταν γυρίζει το μπούμερανγκ, κάποιοι το καταλαβαίνουν, άλλοι όχι, τους βαράει στο κεφάλι και δεν το νιώθουν καν. Εσύ έφτασες στο σημείο να καταλάβεις στο κούτελο το μπούμερανγκ που επιστρέφει. Είναι η στιγμή που έμαθες κάτι και το έμαθες μόνος σου. Αλλά όταν μαθαίνεις κάτι με τον δικό σου τρόπο, στον δικό σου χρόνο – κι έτσι συνέβη σήμερα με αυτήν την άσχημη λέξη – αποβάλλεις την προσβολή από το λεξιλόγιό σου για πάντα κι ελευθερώνεσαι, ταυτόχρονα όμως αφαιρείς από την ζωή σου ένα αρνητικό επεισόδιο σε βάρος ενός άλλου. Κι ο άλλος, χωρίς να ξέρει τις περισσότερες φορές γιατί, επειδή απλά δεν συνέβη κάτι σε βάρος του, σε αγαπάει κι αποζητά την συντροφιά σου”.

“Όμως εδώ… γινόταν κάτι σε βάρος σου από μένα… τόσα χρόνια”, είπε ο Μυρτιδαίος. “Αλλά εσύ συνέχισες να με αγαπάς, σα να μη συμβαίνει κάτι… Πόσοι το κάνουν αυτό;”.

“Πράγματι. Όμως αυτό ακριβώς συνιστά και την διαφορά μας. Αν ήταν αλλιώς, εγώ δεν θα ήμουν δάσκαλος, κι εσύ δεν θα ήσουν μαθητής”.

Ο Μυρτιδαίος δε μίλησε ξανά όλη την υπόλοιπη μέρα. Έκοβε ξύλα, αισθανόταν όμως ότι κολυμπάει σε μια λίμνη φωτός. Βυθίστηκε σε μια γλυκύτητα που δε μπορούσε να την εκφράσει με λέξεις.

Από κείνη τη μέρα στο δάσος, πέρασαν κι άλλα χρόνια. Εκείνη την ανίερη λέξη ο Μυρτιδαίος δεν την είπε ποτέ ξανά, ούτε ενώπιον του Ιάσονα, ούτε ενώπιον άλλου. Από μια στιγμή και μετά την ξέχασε κιόλας. Αν τον ρωτήσεις τώρα, δεν θυμάται καν ποια ήταν. Θυμάται όμως ότι για να κατακτήσεις την Ελευθερία, πρέπει να περιμένεις την ώρα που σμίγουν τ’ αστέρια. Κι επίσης ότι αυτό που περιμένεις, δεν είναι η Ελευθερία, αλλά η γνώση των δεσμών που στερούν την Ελευθερία.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top