Κάποια ξεχασμένα πράματα της Δημοκρατίας

Ο πολιτικός είν’ εκεί στο αξίωμά του για να τον βρίζει όποιος γουστάρει, αυτός όμως ξέρει ότι δεν τον βρίζει ο λαός, γι’ αυτό και δεν το γενικεύει. Τον βρίζει ένας πολίτης μέσα στο πλήθος κι έχει όλο το δικαίωμα να τον βρίζει. Η εναντίωση του πολίτη στην εξουσία του πολιτικού είναι ίδιον της Δημοκρατίας. Ο πολίτης που βρίζει τον πολιτικό, είναι άλλωστε ο ίδιος πολίτης που στις εκλογές ψηφίζει τον ίδιο πολιτικό.

Όχι, δεν είναι αντιφατικό αυτό! Είναι το στοιχείο της ισορροπίας ανάμεσα στην ουσία και την εξουσία. Ο πολιτικός που υβρίζεται από τον πολίτη ή – εκ μέρους του πολίτη – από τον δημοσιογράφο, δεν έχει δικαίωμα να κουνάει το δάχτυλο σε κανέναν, ούτε στον πολίτη, ούτε στον δημοσιογράφο. Ακόμα κι αν του κάνουν άδικη κριτική.

Η άδικη κριτική στον πολιτικό (από τον πολίτη ή από τον δημοσιογράφο) είναι ίδιον της Δημοκρατίας. Άρα το δικαίωμα ν’ αδικεί τον πολιτικό δεν το έχει μονάχα ο πολίτης, το έχει και ο δημοσιογράφος.

Ο πολιτικός οφείλει να κάτσει ήσυχα για “να τ’ ακούσει”. Αν δε μπορεί να το κάνει αυτό, καλύτερα να μη γινόταν πολιτικός. Στο τέλος δε της ύβρεως οφείλει να κάνει δηλώσεις στις κάμερες για την μεγαθυμία και την υψηλοφροσύνη του λαού, να μιλήσει και για το αναφαίρετο δικαίωμα του δημοσιογράφου να κάνει κριτική στην εξουσία, ακόμα και άδικη.

Έτσι πάει.

Αντ’ αυτού, οι πολιτικοί ήταν οι πρώτοι που απαξίωσαν τη δημοσιογραφία σ’ αυτή τη χώρα, οι πρώτοι που στέρησαν το αναφαίρετο δικαίωμα των δημοσιογράφων αρχικά και των πολιτών στη συνέχεια.

Αν θα έπρεπε να κρεμάσουμε τους “300” στο Σύνταγμα, δεν είναι για τα λεφτά που έφαγαν, αλλά για την φασιστική συμπεριφορά τους απέναντι στον πολίτη και τον δημοσιογράφο. Γιατί ο φασισμός δεν είναι ίδιον της δεξιάς (καθώς βολεύει πολύ τους αριστερούς να λένε) αλλά του απολίτικου οπαδού ή στελέχους κάθε κόμματος ολοκλήρου του πολιτικού φάσματος.

Για το δικαίωμα να υβρίζουν τον πολιτικό οι πολίτες και οι δημοσιογράφοι να σημειωθεί επίσης ότι, αν και ακούγεται παράδοξο να το λες αυτό σήμερα, θα γίνει πλήρως κατανοητό σε όποιον ανατρέξει στον Αριστοφάνη και δει ότι στις παραστάσεις του έριχνε αφειδώς μπινελίκια όχι μόνο στους πολιτικούς της εποχής του, αλλά και στους λογίους, μεταξύ των οποίων στο μέγα Σωκράτη.

Ότι στερούμαστε στις μέρες μας αυτό το δικαίωμα, ότι λοιδορείται κιόλας όποιος το διεκδικεί, σημαίνει ότι, πολιτικώς, είμαστε αναλφάβητοι, ως πολίτες δε και πολιτικοί αντάμα, είμαστε για τα μπάζα.

Το φαινόμενο ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘90 από τα πολιτικά στελέχη και τους πολιτευτές της Νέας Δημοκρατίας. Μπροστά στο πανίσχυρο τότε ΠαΣοΚ, έβλεπαν την εξουσία “με το μακαρόνι”, έβλεπαν ότι, όντως η κυβέρνηση του Παπανδρέου αρχικά και του Σημίτη μετά, στηριζόταν στον Τύπο. Ε, δεν ήθελε πολύ να ξεσαλώσουν! Σε κάθε τηλεοπτική καθισιά τους, “έφτυναν” τους δημοσιογράφους ως όργανα συμφερόντων, έτσι το έλεγαν.

Βέβαια το φαινόμενο δεν άρχισε τότε. Τότε πήρε διαστάσεις. Καθώς έχω γράψει κι άλλες φορές, είχε προηγηθεί το σύνθημα “αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι” που είχαν κατασκευάσει και προωθούσαν τα “σταγονίδια” της ηττημένης χούντας. Και γεννήθηκε αυτό το 1974, επειδή μια μάζα πειθήνιων στη χούντα δημοσιογράφων, παρίσταναν τώρα τον ακραιφνή Δημοκράτη. Το απαίσιο αυτό σύνθημα οι χουντικοί το αμόλησαν από πικρία. Μετά έγινε μοχλός άλωσης της Δημοκρατίας…

Βόλευε όμως πολύ να το υιοθετήσουν οι “στερημένοι” από την εξουσία Νεοδημοκράτες. Γιατί είδαν δημοσιογράφους φιλικά διακείμενους στο δικό τους κόμμα (1974 – 1981) να προσχωρούν στο ΠαΣοΚ και να παριστάνουν τον μέγα σοσιαλιστή!

Ήταν τα ίδια κουμάσια που στη δικτατορία ήταν χουντικοί, επί Νέας Δημοκρατίας δεξιοί, επί ΠαΣοΚ σοσιαλιστές. Αυτή η μερίδα των καιροσκόπων της δημοσιογραφίας στα μάτια του λαού φάνταζε ως πλειοψηφία.

Κι αντί οι πολιτικοί να διαβλέψουν τον κίνδυνο, “έριξαν λάδι στη φωτιά”, πιάστηκαν από αυτό για να δικαιολογούν στο λαό την πολυεπίπεδη ανεπάρκειά τους.

Πλέον, δεν το διακινούσαν μόνο οι βουλευτές και οι πολιτευτές της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και οι υποψήφιοι Νομάρχες και οι υποψήφιοι Δήμαρχοι. Όλοι το έκαναν. Είτε διεκδικούσαν την κεντρική ή την τοπική εξουσία, είτε είχαν αναρριχηθεί σε αυτήν.

Στους πασόκους, το ίδιο φαινόμενο δούλευε αλλιώς: Είχαν χωρίσει το κόμμα σε βιλαέτια. Μιλώ για τις περίφημες “φυλές του ΠαΣοΚ”. Το κόμμα λειτουργούσε βάσει ενός φεουδαρχικού συστήματος, επικεφαλής του οποίου ήταν ένας κομματάρχης φύλαρχος, με πρόσβαση στα δικά του Μέσα Ενημέρωσης, τα οποία χρηματοδοτούσε με κάποιο κομμάτι της κρατικής διαφημιστικής πίτας. Όμως, όποιο Μέσο Ενημέρωσης έμπαινε στο άρμα ενός φυλάρχου, αυτόματα έμπαινε στη δυσμένεια του άλλου.

Το όλον άρχισε να γίνεται ένα κουβάρι.

Μέχρι που “έσκασαν μύτη” τα μνημόνια και φούντωσε το Κίνημα των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα. Αυτό ήταν το “καπάκι”.

Το αντιμνημονιακό μέτωπο ένωσε το πάνω μέρος της πλατείας με το κάτω μέρος της πλατείας. Μόνο που στο πάνω μέρος ήταν το αριστερό συνονθύλευμα και στο κάτω το χουντικό. Τα συνθήματα όμως και των δύο πτερύγων – μέσα στην οργή της μάζας – ομογενοποιήθηκαν. Δεν ήθελε πολύ να περάσουν και στο στόμα όλων των απολίτικων που ριζοσπαστικοποιήθηκαν εν μιά νυκτί, ανακαλύπτοντας… την πολιτική που μέχρι τότε περιφρονούσαν!

Αυτή η μάζα των απολίτικων κουβάλησε το σύνθημα και τα ζουμιά του στο internet. Το χουντικό σύνθημα “αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι” είχε γίνει πλέον αριστερό! Και σηματοδότησε την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο κατά την περίοδο της ανόδου του, όσο και κατά την περίοδο της εξουσίας του. Ποιος θα ξεχάσει τα στελέχη, τους βουλευτές και τους υπουργούς, τον ίδιο τον πρωθυπουργό, που έβγαιναν στην τηλεόραση κι έτρωγαν ψωμοτύρι τους δημοσιογράφους…

Το όλον είχε φτάσει στη μαζική υστερία.

Κι εκεί είναι ακόμα.

Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα πέθανε. Μαζί της και η Δημοκρατία.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top