Μετά από τα δύο βιβλία του Σπύρου Τριανταφύλλου που διάβασα (“κρεμασμένος στο σύρμα” και “η συντροφιά της μοναξιάς”) ήξερα: Το τρίτο θα είναι μία επιπλέον σεισμική αναγνωστική εμπειρία που θέλει με απόλυτους όρους τον δικό της χρόνο. Αυτή τη φορά όμως δεν θα ήμουν απροετοίμαστος, δεν θα περίμενα να με καλέσει αυτή όποτε θέλει, θα νήστευα για να επιταχύνω την έλευσή της και να την υποδεχτώ με την δική μου αίσθηση, με τους δικούς μου όρους.
Εκτός από ειδήσεις, δεν διάβασα κανένα άλλο κείμενο, ο ίδιος δεν έγραψα λέξη επί τριήμερο. Η νηστεία μου αυτή, απαραίτητη για την λογοτεχνική περίπτωση του Σπύρου Τριανταφύλλου, απέβλεπε σε ένα και μόνο σκοπό: Να δεχτώ έτοιμος τη θεία μετάληψη που χρειάζεται ο αναγνώστης για να βιώσει την αγιότητα της αμαρτίας, σύμφυτα δε, της κατάρας. Νομίζω πως αυτό είναι το σημείο μηδέν της ποίησης, η στιγμή δηλαδή που μέσα στο χάος ακούγεται ο Θεός να προφέρει τις μαγικές λέξεις: “Γενηθήτω φως”. Και εγένετο φως, εγένετο όμως και σκότος. Αν και αυτό δε μας το είπαν οι Γραφές, μας άφησαν να πιστεύουμε ότι το σκότος προϋπήρχε…
Αλλά ποιος δημιούργησε το σκότος;
Τελοσπάντων, εγένετο φως, εγένετο και σκότος, ο ήρωας θαμπώνεται κι από τα δύο, δεν ξέρει όμως γιατί να διαλέξει το ένα ή το άλλο, μοναδική λύση που έχει τώρα η οντοσύνη του, είναι να ξεπεράσει τα όρια και, χωρίς δισταγμό, τα ξεπερνά, βυθίζεται και στα δύο εναλλάξ, χωρίς να ξέρει αν και πώς ξεφεύγει κανείς από το δόκανο, στο οποίο ανυποψίαστος ή νομοτελειακά ενεπλάκη.
Ο Σπύρος Τριανταφύλλου είναι ο αντιήρωας του Αγρινίου. Θα μπορούσε να είναι ο λογοτεχνικός ήρωας ενός κλασικού συγγραφέα, η εποχή όμως δεν παράγει συγγραφείς σαν τον Ουκγό ή τον Τολστόι, οπότε οι λογοτεχνικοί ήρωες σαν τον Σπύρο, αποφασίζουν να πουν οι ίδιοι την ιστορία τους. Και τη λένε, με όποια μέσα (τα πιο ταπεινά που) διαθέτουν. Προτίμησε να γράψει αυτά τα τρία βιβλία, όχι μυθιστόρημα, επειδή δεν τον ενδιέφερε η συγγραφική δόξα, αλλά η συγγραφική λύτρωση.
Ο Σπύρος Τριανταφύλλου δεν ανήκει στον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών αλλά στον Κύκλο των Χαμένων Αγγέλων. Μόνο οι χαμένοι άγγελοι φανερώνονται ως καταραμένοι ποιητές, γιατί μόνο σ’ αυτή την εκδοχή μπορούν οι άλλοι να τους κατανοήσουν.
Κάθε φορά που φέρνει το βιβλίο του στο Γραφείο (έγινε με τον ίδιο τρόπο τρεις φορές) μου διαβάζει ένα κομμάτι. Έχω αυτό το προνόμιο να διατηρώ στη μνήμη μου τη φωνή και το χρώμα της, την ένταση και το άλγος.
Στο τρίτο βιβλίο του έβαλε τίτλο “τελευταία διαδρομή”. Το εξώφυλλο κοσμεί πίνακας του Δημήτρη Υφαντή, μια καρδιά που εκρήγνυται σα Βεζούβιος.
Πώς υποδέχεσαι ένα τέτοιο βιβλίο; Με ποια ευλάβεια;
Το έβαλα δίπλα μου, αλλά, για μέρες, δε μπορούσα να το σηκώσω στα χέρια μου.
Ο Σπύρος Τριανταφύλλου δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για τη φόρμα, στον δικό του κώδικα δεν είναι αυτή που θα δώσει το γνώρισμα, δε χρειάζεται γνώρισμα γιατί ο κόσμος εδώ κινείται πριν τη δημιουργία του, άμορφος, άχρονος, άτοπος, άγλωσσος και αήθης. Είναι μια ποίηση πριν από την ποίηση. Το ποίημα δεν υπάρχει μόνον στην έμμορφη, αλλά και στην άμορφη διάστασή του, όχι μόνο στη δημιουργία του, αλλά και στην συντριβή του, κυρίως σ’ αυτήν.
Ο συγγραφέας τα βιώνει όλα χωρίς αύριο, χωρίς καν επόμενη ώρα, έτσι όμως μετατρέπει τη στιγμή σε αιωνιότητα.
Στην “τελευταία διαδρομή” ο Σπύρος παλεύει με το Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια. Σε κάποιες από τις στιγμές της μάχης ο Χάρος γίνεται ορατός με τη μορφή του Έρωτα. Θεατής ο αναγνώστης αυτής της απόκοσμης πάλης, δεν ξέρει αν η ποίηση που ξέρουμε, νομιμοποιείται στη μορφή του ποιήματος ή στη μορφή του παραμυθιού. Εδώ, στην “τελευταία διαδρομή”, η ποίηση ενσαρκώνεται στη μορφή ενός σπαθιού που βυθίζεται στα πλευρά σου, δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που το διήγημα (ή το ποίημα ή το παραμύθι ή το χρονογράφημα) του Σπύρου κατατάσσεται σε άγνωστο μέχρι τώρα φιλολογικό είδος.
Εν ασφαλεία μπορούμε να πούμε μόνο το απλούστερο: Η λογοτεχνία του Σπύρου Τριανταφύλλου είναι αυτοφυής, έχει με άλλα λόγια την δική της υπόσταση, αν και οι λογοτεχνικοί κώδικες αναδύονται από το πέλαγο ίδιοι και κοινοί μ’ εκείνους των μεγάλων που τίμησαν ή τιμούν τον γραπτό λόγο. Υπάρχει ωστόσο μία πλευρά σαρκαστικής ωμότητας που κατάγεται, νομίζω, από το ευθύγραμμο αστυνομικό μυθιστόρημα, τονίζει όμως και υπογραμμίζει το εφήμερο στοιχείο που εκδηλώνεται χωρίς να νοιάζεται αν θα το προσέξει κανείς.
Καθένα από τα τρία βιβλία είναι συνέχεια του άλλου, με όποια σειρά και να τα πάρεις. Το λέω, γιατί διάβασα δύο φορές το καθένα. Είδα ότι τα τρία βιβλία (που τύπωσε και πούλησε μόνος του ο συγγραφέας) μπορούν να γίνουν ένα. Εάν αυτό συμβεί μια μέρα (θα ήταν πολύ ωραίο να συμβεί, αλλά πρέπει αυτή τη φορά να γίνει με όλους τους όρους της Εκδοτικής Τέχνης που ο συγγραφέας αγνόησε ως περιττή) θα είναι κάτι σαν κινηματογραφική ταινία χωρίς εικόνες στην οθόνη, αλλά με πανδαισία εικόνων στον νου, αφού και τα τρία βιβλία διαθέτουν υπέροχες λογοτεχνικές στιγμές που θα ζήλευαν μεγάλοι συγγραφείς, στον υλιστικό καμβά όμως του Σπύρου περνούν ως συνήθεις.
Δεν είναι.
Γι’ αυτό και δεν θα παραλείψω να σημειώσω ακόμα πως η λογοτεχνία του Σπύρου αντιστοιχεί με πολλούς τρόπους στο παράνομο κάποτε (νόμιμο μετά τον Τσιτσάνη) ρεμπέτικο του Μάρκου Βαμβακάρη, ακουμπάει όμως και στην λογοτεχνική θεωρία του αιρετικού επίσης Ηλία Πετρόπουλου που τιμά τις “χαμένες ψυχές”, κάνει μακροβούτι στον κόσμο τους, συλλέγει τις στιγμές και τις λέξεις τους.
Η αιρετική αυτή λογοτεχνία – που ο συγγραφέας υπηρετεί άδολα στο σπαρακτικό “κρεμασμένος στο σύρμα”, στην στοχαστική “συντροφιά της μοναξιάς” και τη δραματική “τελευταία διαδρομή” – δεν είναι παράνομη βέβαια στις ημέρες μας, ούτε – σαν το ρεμπέτικο κάποτε – διωκόμενη από τους αστυνόμους, φτάνει όμως που – αποκηρυγμένη και άσημη – διαβιοί “εκτός των τειχών”.
Ένα είναι σίγουρο: Αν οι γνωστές νομοτέλειες επιβεβαιωθούν άλλη μία φορά (όπως συμβαίνει πάντα) θα είναι στους επόμενους καιρούς η πρωτογενής αυτή αθώα (μη εμπορική) λογοτεχνία που θ’ αναζητηθεί ως άξια για εξονυχιστική μελέτη.
Ότι το Αγρίνιο έχει στους δρόμους του έναν καταραμένο ποιητή να περιφέρεται από μπαράκι σε μπαράκι τις νύχτες, άξιο διάδοχο τόσων και τόσων αποσυνάγωγων της Λογοτεχνίας, σημαίνει ότι η πόλη που τον φιλοξενεί, διαθέτει ψυχή, αλλά δεν τη γνωρίζει. Απολύτως φυσικό βεβαίως, διότι κανείς άνθρωπος σ’ αυτή τη γη δε γνωρίζει την ψυχή του. Την υποψιάζεται μεν, δεν τη γνωρίζει δε. Την ανακαλύπτει ωστόσο μετά το θάνατο, μετά θάνατον, εκεί που οι ψυχές θυμούνται αναπότρεπτα όλα όσα ξέχασαν, όλα όσα ξεχάστηκαν.
* Γράψτε το σχόλιό σας στο e-mail του συντάκτη: [email protected].