Ιστορίες της παραλίας
Άναψα το τζάκι, έβαλα ένα ποτήρι κρασί, άραξα και χάζευα τις φλόγες που χόρευαν τσιφτετέλι. Στιγμές που αφήνεις τον νου εκτός ελέγχου κι αυτός πάει φυσικά όπου θέλει, συνήθως στο αντίθετο από το τώρα, στο αντίθετο από αυτό που έχεις…
Κάπως έτσι, φαντάζομαι, γεννιούνται τα όνειρα, έτσι επιστρέφουν οι μνήμες, οι αναμνήσεις.
Παράταιρο, αλλά… εδώ, μπροστά στο αναμμένο τζάκι, μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι, χειμώνα καιρό, θυμάμαι το καλοκαίρι, την παραλία, την ξαπλώστρα, τη θάλασσα πέρα που μου αρέσει ν’ αγναντεύω…
Εκεί, μπροστά στα μάτια μου, αδιάντροπα, ένας γάτος από τη διπλανή ταβέρνα, έσκαψε την άμμο, έκαμε τα κακά του, τα σκέπασε και πάει…
Λίγο μετά, μια παρέα παιδιών έστηναν τα κουβαδάκια τους…
Πλημμύρισα ενοχές…
Αλλά τι να έκανα;
Τέτοια σκεφτόμουν τυπτόμενος, όταν – υπό το βλέμμα του παππού του – ένα παιδάκι πήρε ένα γυάλινο ποτήρι από ένα τραπέζι την ταβέρνας, το είδα… και το γέμιζε άμμο, ίσως να ήταν από το σημείο που έθαψε τα κακά του ο γάτος, ίσως από διπλανό σημείο, που τα είχαν θάψει άλλοι γάτοι, άλλοι ώρα…
Τώρα κι αν φούντωσαν μέσα μου οι ενοχές του πολίτη που βλέπει, ακούει, αλλά δε μιλά…
Στριφογύριζα στην ξαπλώστρα και σκεφτόμουν, αν μη τι άλλο, μόλις γυρίσω στο Αγρίνιο, να πάω κατευθείαν στον φίλο μου τον παπά – Τάκη να εξομολογηθώ.
Δεν πρόλαβα ν’ αποσώσω τη σκέψη μου, όταν άκουσα πιο πέρα φωνές. Ένας μπαμπάς τάχα πνιγόταν και τάχα ζητούσε βοήθεια από το κοριτσάκι του: “Σώσε με, σώσε με”.
Τι να κάνω, τι να κάνω;
Έτσι μού ’ρθε να φύγω αμέσως και να πάω κατευθείαν στον παπά – Τάκη.
“Μην τρελαίνεσαι”, είπα στον εαυτό μου. “Ξομολοήσου αλλιώς”.
Πώς;
Να εξομολογηθώ στο κύμα της θάλασσας; Να τα πω και να τα πάρει ο αέρας;
Όχι.
Φουρκισμένος, τηλεφωνώ στον Γιώργο, στην Αθήνα.
Το και το…
“Α, μη χολοσκάς”, είπε ο Γιώργος. “Αυτά συμβαίνουν σε όλες τις παραλίες. Προχθές που πήγαμε για μπάνιο στο Μαραθώνα, είδα έναν μπαμπά στην παραλία να κυνηγάει τα παιδιά του παριστάνοντας το λύκο που θέλει να τα φάει”…
“Και τα παιδιά; Τι έκαναν τα παιδιά; Παρίσταναν την Κοκκινοσκουφίτσα;”, ρώτησα.
“Τα παιδιά… τι να κάνουν τα παιδιά; Έτρεχαν και γελούσαν”…
Τα είπα στον Γιώργο, ξεθύμανα κάπως, αλλά δεν θα σωζόμουν έτσι…
Κοιτά ζερβά, βλέπω μια μαμά να ταΐζει το κοριτσάκι της, να το μπουκώνει θα έπρεπε να πω κι ύστερα… “πήγαινε τώρα”, είπε.
Το κοριτσάκι έτρεξε στη θάλασσα κι άρχισε τις βουτιές…
Α, τώρα, έπρεπε να σηκωθώ, να πάω και να της πω… “δεν ξέρεις κυρά μου ότι στη θάλασσα πρέπει να μπαίνουμε νηστικοί; γιατί ταΐζεις το παιδί πριν μπει στη θάλασσα; πότε θα μάθει τα βασικά για να μη χάσει τη ζωή του αυτό και το παιδί εσύ;”…
“Πάω”, είπα.
“Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι”, είπε η Βάσω.
Αν η Βάσω δώσει διαταγή, δε σε παίρνει να την αγνοήσεις. Θα περάσεις μετά μια βδομάδα μαρτύριο…
Έκατσα εκεί που καθόμουν.
Και κοίταγα προς την αντίθετη κατεύθυνση, να μη βλέπω, να μην ακούω…
Εμ…
Είδα.
Τον είδα τον άτιμο. Παράγγειλε καφέ στο κορίτσι που σέρβιρε, αλλά έφυγε, πήγε στο διπλανό μαγαζί, χωρίς να πληρώσει την παραγγελία που ήρθε.
Τον έβλεπα. Η σερβιτόρα δεν τον έβλεπε.
Δούλευα κάποτε σερβιτόρος… ξέρω τι παναπεί… ο σερβιτόρος, η σερβιτόρα, έπρεπε να πληρώσει από την τσέπη της, η καημένη, τον καφέ που χρεώθηκε στην Ταμειακή μηχανή…
Το γαϊδούρι…
Έτσι μού ’ρθε να πάω στο διπλανό μαγαζί και να κάνω σαματά…
“Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι”, ξαναείπε η Βάσω.
Αν η Βάσω ξαναδώσει διαταγή, δε σε παίρνει να την αγνοήσεις. Θα περάσεις ένα μήνας μαρτύριο…
Έκατσα εκεί που καθόμουν.
Κι άκουγα τις τσιρίδες, τις γλωσσοκοπάνες, τις τσιακατούρες να μου τρυπάνε τ’ αυτιά.
Ω Θε μ’… Για χαλάρωμα ήρθα εδώ ή για τσίτωμα;
Στη διπλανή ξαπλώστρα που άδειασε, ήρθε μια κυρία. Πριν κάτσει, άρχισε να καλεί την σερβιτόρα. Πήγε η καημένη, τι νά ’κανε;
“Θέλω κάτι δροσερό να πιω. Έχεις παγωμένο τσάι;”
“Έχω”.
“Με γεύση λεμόνι”;
“Ναι”.
“Χωρίς ζάχαρη”;
“Όχι”.
“Με στέβια”;
“Όχι”.
“Καλά! Φέρε μου μια κόκα – κόλα”.
Μια γιαγιά πίσω μου προσπαθούσε να δελεάσει το εγγόνι της:
“Έλα, σου λέω, θα πάμε στο περίπτερο να σου πάρω γαριδάκια”.
Γαριδάκια;
Δεν ξέρεις κυρά μου πόσο κακό κάνουν τα γαριδάκια στα παιδάκια; Δεν ξέρεις πόσο κακό κάνει στα παιδιά η δωροδοκία;
Διαολίστηκα.
Γύρω μου, πλαστικά καλαμάκια του καφέ και από οδοντογλυφίδες που τα σήκωνε τ’ αεράκι και χόρευαν στην παραλία.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει…
Αραίωσε ο κόσμος στην παραλία.
Η νεαρή υπάλληλος του καταστήματος άρχισε να μαζεύει τα πλαστικά από τα καλαμάκια και τις οδοντογλυφίδες στην αμμουδιά. Είχε γεμίσει μία τσάντα, όταν την είδα. Καμία άλλη μέρα σε κανένα άλλο μαγαζί της παραλίας δεν είδα να το κάνουν αυτό.
“Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη”, μονολόγησα.