ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ: Αραμπάς

  • Στον Παντελή Φλωρόπουλο, που το 1992, μου ζήτησε να γράψω ένα κείμενο, για το περιοδικό του ΑΡΑΜΠΑΣ.

Αραμπάς, με τα άλφα του που ήσαν κάποτε κερασφόρα κρανία βοδιών, μ’ εκείνο το πρώτο κεφαλαίο Α σαν άνθρωπος με τη ζώνη του. Πότε μου ήρθε αυτό; Σ’ ένα μου όνειρο. Βρέθηκα λέει στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Είχα επισκεφτεί το μνήμα του Μεβλανά Τζελαλουντίν Ρουμί. Ήταν ένας μαρμάρινος κώνος. Γραμμένο τ’ όνομα του ελληνικά. Κι ένα Α πολύ μεγαλύτερο από τ’ άλλα γράμματα. Βλέποντας πως παραξενεύομαι, «είναι ο Άνθρωπος με τη ζώνη του», μου εξηγεί ο ξεναγός.

Λοιπόν, Αραμπάς. Με το ρ της ροής. Κάποια στιγμή το ο άρχισε να στάζει, να ρέει κι έγινε ρ. Κ’ ύστερα το μ· μουκανητό του βοδιού ή μούγκρισμα των αγριμιών. Ο ήχος που είναι σύνορο ανάμεσα στη φωνή του ζώου και στη φωνή του ανθρώπου. Γι’ αυτό κ’ οι πρώτες λέξεις του ανθρώπου από μ: Μα το φιλί. Μαμ το φαγητό. Μαστός και μεμέ το βυζί. Μάτερ η μάννα και η ύλη. Και ύστερα το π. Πόρτα και πύλη και πόλη περιτειχισμένη. Πέρασμα του ανθρώπου ή του αραμπά μέσα από την πύλη. Πύργος και παράθυρο. Π: Κορνίζα του μέλλοντος. Και το τελικό ς. Το ο που ξετυλίχτηκε σα φίδι και σφυρίζει τον ήχο της σιωπής· πόσο σοφά βαλμένο από τους Έλληνες στο τέλος τόσων λέξεων.

Αραμπάς· το όχημα που κινείται με τον ανθρώπινο ρυθμό. Συρμένο από το βόδι ή το βουβάλι, που περπατεί αργά, όπως μέσα σ’ εκείνο το ποίημα του Σεφέρη:

«Κι αυτό το βουβάλι του Μακεδονίτικου κάμπου, τόσο υπομονετικό, τόσο αβίαστο, σα να το ξέρει πως δεν φτάνει κανείς πουθενά».

Τρέξιμο, ταχύτητα, 130 χιλιόμετρα την ώρα, 700 χιλιόμετρα την ώρα, 3.000 χιλιόμετρα την ώρα. Ρυθμός της μηχανής. Κι ο άνθρωπος δεμένος σ’ αυτό το ρυθμό, τρέχει αλλά δεν ζει. Ζω σημαίνει βρίσκομαι στον εαυτό μου, είμαι παρών σ’ αυτό που συντελείται. Αλλά το τρέξιμο είναι για να φεύγεις. Να φεύγεις από τον εαυτό σου. Για να φτάσεις γρήγορα στο σκοπό σου.

Πρώτον: Δεν ξέρεις ποιος είναι πραγματικά ο σκοπός σου. Και, δεύτερον: Τρέχοντας με ταχύτητα μεγάλη προς τον υποτιθέμενο σκοπό σου, έχασες το ταξίδι, πέρασες έξω από το ταξίδι, το ταξίδι μένει εκεί, περιμένει, επειδή στο ταξίδι, το κάθε τι είναι σκοπός. Το ταξίδι περιμένει να το διανύσεις, με τον ανθρώπινο ρυθμό, να το ταξιδέψεις. Τρέχοντας με ταχύτητα δεν διανύεις το ταξίδι σου, περνάς έξω από το ταξίδι σου, δεν το αφήνεις πίσω σου, το αφήνεις μπροστά σου, το αφήνεις εκεί να περιμένει να το διανύσεις, να το βιώσεις, να το ζήσεις.

Γιατί τόση ανία; Γιατί αυτή η αίσθηση πως μ’ όλο που τρέχουμε, δεν ζούμε; Γιατί περνούμε έξω απ’ τη ζωή με μηχανές, σα μηχανές. Και η ζωή περιμένει εκεί, να τη ζήσουμε.

Ένας σύγχρονος επιστήμων λέει πως, αν μέχρι το 2025 δεν αλλάξουμε ρυθμό, θα εξαφανιστούμε. Δεν ξέρω αν είναι προφήτης ο επιστήμων αυτός, αλλά μου θυμίζει έναν σοφό της Ανατολής που λέει ότι «απ’ το παράθυρό σου κάνεις τα μεγαλύτερα ταξίδια». Γιατί, τι θα κάνεις στην Αίγυπτο ή στη Γαλλία αν δεν έχεις ταξιδέψει στον κήπο σου; Τι μπορείς να δεις σε μια πυραμίδα, αν δεν βλέπεις τίποτε σ’ ένα ηωτρόπιο; Τι μπορείς να δεις στον Γάγγη, αν δεν βλέπεις τίποτε στο ρυάκι της γειτονιάς σου; Οι άνθρωποι ταξιδεύουν για να δουν οι γείτονες ότι ταξιδεύουν, για να γυρίσουν και να πουν ότι πήγαν στην Αίγυπτο. Κοιτάζοντας τη Σφίγγα δεν βλέπουν τη Σφίγγα αλλά τη γειτόνισσα να της λένε πως είδαν τη Σφίγγα και αδημονούν να επιστρέψουν να της το πουν. Έτσι και στον έρωτα, έτσι παντού.

Ναι, δεν λέω: Με το αυτοκίνητο. Και το αεροπλάνο. Και το διαστημόπλοιο. Αλλά προπάντων με το πνεύμα. Γιατί το πνεύμα τρέχει γρηγορότερα κι από το φως. Γιατί το πνεύμα (δε χρειάζεται να τρέξει) βρίσκεται παντού. Το πνεύμα έχει το κέντρο του παντού, κι αν ζεις εν πνεύματι, είσαι στο κέντρο (πού να πας;), είσαι το κέντρο. «Να γίνεις ήλιος» (κέντρο), λέει ο Νίτσε, «όχι πλανήτης» (πλάνη) και ούτε δορυφόρος (φέρων δόρυ). Τι να το κάνεις το δόρυ; Ό,τι κι αν καρφώσεις μ’ αυτό, τον εαυτό σου θα καρφώσεις, αφού στην υπερξύπνια κατάσταση τα πάντα είναι ένα.

Αλλά ας μην απομακρυνθούμε από τον αραμπά που μας υπόσχεται ένα ρυθμό ανθρώπινο, θα τολμούσα να πω θεϊκό, γιατί οι θεοί δεν βιάζονται, σαν τα παιδιά, χαζεύουν μέσα στην αιωνιότητα, κοιτάζοντας από δω κι από κει. Βλέπουν ένα σκαθάρι που κυλάει ένα βώλο κοπριάς· τι έκπληξη, θυμούνται τον Σίσυφο. Κοιτάζουν έναν κήπο με λουλούδια· θυμούνται την πολυόμματη φορεσιά τους που την άφησαν κάπου για να χαρούν μ’ ανθρώπινα μάτια τ’ ανθρώπινα.

Αραμπάς· ο Αραμπάς σ’ εκείνο το τραγούδι της ερωτικής Ιωνίας: «Σήκωσ’ το φουστανάκι σου να δω τι γίνεται». Και πέφτει η αυλαία και ανοίγει ξανά η αυλαία: Καταστροφή. Κ’ οι αραμπάδες ατέλειωτη σειρά, φορτωμένοι μπαγάζια κι ανθρώπους, σπρωγμένοι από τον άγριο ασιατικό άνεμο προς τη θάλασσα. Εικόνες από τουφεκισμένους, σφαγμένους, κρεμασμένους. Ένας παπάς που θρηνεί. Τα μάτια των παιδιών που μεγάλωσαν από την απορία, το φόβο και την πείνα. Κι ο άλλος αραμπάς, ο σιδερένιος και σαραντοποδαρούσης, φορτωμένος μέσα και έξω και πάνω με το στρατό της υποχώρησης, που χτες ακόμα χτυπούσε τη σάλπιγγα της απελευθέρωσης πάνω στους λόφους της αρχαίας πατρίδας.

Κι ο αραμπάς σε μια ζωγραφιά του Πικάσσο· ένας γυμνός γεροδεμένος λυκόμορφος κύριος τον σέρνει. Πάνω του σκοτωμένα βόδια κι άλογα. Ο λυκόμορφος κύριος που τραβά, γυρίζει το κεφάλι του και κοιτάζει με μια έκφραση που λέει: «Τι με κοιτάτε; Τι θέλετε να κάνω; Εμένα μου ’τυχε να ’μαι λυκόμορφος».

Κι ο άλλος αραμπάς στ’ όνειρό μου· εκεί ένας μινώταυρος, τραβά τον αραμπά που πάνω του βρίσκεται σκοτωμένος ένας μινώταυρος. Κι εγώ ν’ αναρωτιέμαι όχι στον ύπνο μου μα στον ξύπνο μου: «Πού τον πηγαίνει τον σκοτωμένο εαυτό του ο μινώταυρος;»

Κι ο άλλος αραμπάς του Ιερώνυμπου Μπος, φορτωμένος σανό: Πίσω ο παράδεισος. Μπρος η κόλαση. Δαίμονες ποντικόμορφοι, βατραχόμορφοι, ψαρόμορφοι, γουρονόμορφοι, αλεπουδόμορφοι, χιμπατζόμορφοι, πτηνόμορφοι, τραβούν τον αραμπά. Μερικοί ακουμπούν σκάλες πάνω στο σανό για ν’ ανέβουν. Άλλοι καρφώνουν τσουγκράνες και προσπαθούν ν’ αναποδογυρίσουν τον αραμπά μαζί με το σανό. Άλλοι τρέχουν, άλλοι προσκαλούν, άλλοι στήνουν ένα πρόχειρο μαγεριό. Εκεί φιλονικούν κι εδώ αυτός ο άγιος άνθρωπος κρατεί τον άλλο ανάσκελα στη γη και του ’χει μπήξει κιόλας το μαχαίρι στο λαιμό. Βιασύνη, ταραχή, χαλασμός. Και συνάμα μια ηρεμία κανονικότητας. Ο αραμπάς προχωρεί πατώντας ζωντανά κορμιά και πίσω του ακολουθούν σοβαροί, καβάλλα σ’ άλογα είτε πεζοί, πάπες και καρδινάλιοι, βασιλιάδες και στρατηγοί, όλο το συνάφι της εκκλησίας και του κράτους.

Πάνω στον φορτωμένο σανό (άλλο επίπεδο), ένα ζευγάρι ανθρώπων που φιλιούνται όρθιοι κι εκεί κοντά τους καθισμένοι ένας άντρας που παίζει ένα λαγούτο και μια γυναίκα που κρατά ένα βιβλίο ανοιχτό. Στ’ αριστερά τους ένας άγγελος σε στάση προσευχής και, στα δεξιά τους, φτερωτός, κοιλαράς, βατραχοχέρης, βατραχοπόδης, με την ουρά και με το μακρύ του πνευστό, ένας συμπαθητικός δαίμων, ένα πνεύμα της μουσικής. Πάνω, ψηλά στον ουρανό, χωμένος ως τη μέση σ’ ένα σύννεφο, ο Κύριος ένοχος, τόσο για τον παράδεισο, τόσο για τον κόσμο, όσο και για την κόλαση, παρατηρεί με χέρια ανοιχτά, που δεν διακρίνω αν ευλογούν ή αν κάνουν εκείνη την κίνηση που συνοδεύει το στόμα όταν λέει: «Μα τι έκανα, ο Μαλάκας, εκεί κάτω;»

Αραμπάς· αραμπάς φορτωμένος ένα νεκρό πρίγκιπα της Ασίας· αραμπάς φορτωμένος καρπούζια· αραμπάς φορτωμένος τσιγγάνες· αραμπάς φορτωμένος κοπριά· αραμπάς φορτωμένος ξύλα· αραμπάς φορτωμένος γλάστρες με λουλούδια· αραμπάς φορτωμένος όπλα· αραμπάς φορτωμένος βαρέλια με νερό· αραμπάς φορτωμένος φεγγάρια· αραμπάς φορτωμένος καθρέφτες· αραμπάς φορτωμένος πλήθος όρθια αναμμένα κεριά· αραμπάς φορτωμένος κορμιά εκτελεσμένων Κούρδων· αραμπάς αδειανός γιατί δε βρέθηκε πουθενά το πτώμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα· αραμπάς φορτωμένος παιδιά και σερνάμενος από ένα βόδι που στα κερατά του ανάμεσα κάποιος ετοποθέτησε χορδές. Αραμπάς στην άκρη της Τριχωνίδας. Το ζώο ζύγωσε και σκύβει στον καθρέφτη του νερού· ασπάζεται τον εαυτό του· πίνει.

Κ’ ύστερα, ο αραμπάς ουρανός, με τροχούς του τον ήλιο και το φεγγάρι, φορτωμένος άλλοτε νέφη, άλλοτε άστρα. Πού μπορεί να πηγαίνει τούτος ο αραμπάς, που στον πάτο της καρότσας του, κουβαλάει μαζί του όλους εμάς;

ΑΡΑΜΠΑΣ, 1993, BEST SELLER, 1998, Το ιδεόγραμμα του φιδιού, 2003.

Ο Γιάννης Υφαντής (σε ανάρτησή του στο facebook, Παρασκευή, 4 Σεπτεμβρίου 2020):

Ίσως το καλύτερο Ελληνικό περιοδικό, όπου τα κείμενα και τα σκίτσα του, δεν ήταν “ένας σωρός από σκυλιά σβησμένα” (στίχος του Λόρκα), αλλά πράγματα καθαρά σαν το ψωμί και τις ελιές που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε. Ίσως το καλύτερο, μαζί με ό, τι έκανε κι ό, τι δεν πρόλαβε να κάνει ο Μάνος Χατζιδάκις. Ένα από τα ελάχιστα περιοδικά που δεν γκάβιζε, (αλλοιθώριζε), προς πονηρές υπονομευτικές κατευθύνσεις. ΑΡΑΜΠΑΣ. Του υπερταλαντούχου, Παντελή Φλωρόπουλου.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top