Η εξομολόγηση ενός παιδιού

Σ’ έναν μακρύ διάλογό μου μ’ έναν παλιό φίλο εφάρμοσα τη μαιευτική μέθοδο του Σωκράτη, πασπαλισμένη με μία τζούρα Κρισναμούρτι.

Εξεπλάγην, όταν η τακτική μου οδήγησε (μαθηματικά, όπως κατάλαβα εκ των υστέρων) σε μια εξομολόγηση. Την οποία τώρα θα συνοψίσω, όσο μπορώ πιο καλά, δεδομένου ότι πάνε πολλά χρόνια από τότε.

Αυτό που θυμάμαι καθαρά είναι ότι – μετά από την εμβάθυνση που μας πρόσφεραν ο Σωκράτης και ο Κρισναμούρτι αντάμα – ο φίλος μου ένιωσε την ανάγκη ν’ αλαφρώσει τη συνείδησή του.

Τον βάραινε κάτι από τότε που ήταν παιδί.

“Δεν ξέρω αν θυμάσαι”, είπε. “Εσύ πήγαινες στο Γυμνάσιο, εγώ στο Δημοτικό. Θυμάσαι που κάποιος είχε σκοτώσει καμιά δεκαριά πάπιες στο ρέμα, στο χωριό”;

Δεν το θυμόμουν.

Μπορεί και να μην το είχα μάθει.

“Εγώ τις είχα σκοτώσει”, μου είπε.

Ταράχτηκα. Όχι τόσο για τις τέσσερις τελευταίες λέξεις που είπε, αλλά για το γεγονός ότι τον βάραινε τόσο εκείνη η άσκοπη πράξη, πάνω από σαράντα χρόνια! Κι ήθελε κάπου να την πει, για ν’ αλαφρώσει.

“Τις έπνιξα”, συνέχισε. “Έπρεπε να τις άκουγες πώς τσίριζαν από τρόμο. Τις έπιανα μία – μία και τους έστριβα το τζιανό”.

(Για όσους δεν ξέρουν τις ντοπιολαλιές, τζιανός, είναι ο λαιμός).

Ξομολογιόταν τώρα σ’ εμένα γιατί δεν ήθελε να πάει σε παπά.

“Τώρα δεν ξέρω γιατί το έκαμα. Τότε όμως, το έκανα και γελούσα. Μου άρεσε”.

Δεν ήξερε γιατί το έκαμε, αλλά ήθελε να μάθει. Με ρωτούσε πλαγίως αν είναι κακός. Κι αγωνιούσε για την απάντησή μου, το έβλεπα.

Δε νομίζω ότι απέφυγε τον παπά γιατί φοβόταν την τιμωρία που θα του έβαζε, σίγουρα εκατό μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Μυρτιώτισσας ή τη νηστεία τη Σαρακοστή… Όχι.

Εξομολογήθηκε την αμαρτία του σε μένα, επειδή ήθελε να μάθει αν είναι κακός. Αυτό τον βασάνιζε. Ήξερε ότι εγώ δεν θα του χαριζόμουν. Αν πίστευα ότ’ είναι κακός, θα του το έλεγα φόρα – παρτίδα. Ήξερε ότι αυτό θα το έκανα καλύτερα κι από τον παπά. Με είχε δοκιμάσει σε άλλες περιστάσεις.

Δεν θυμάμαι τώρα τις λέξεις που χρησιμοποίησα για ν’ απαντήσω στην ξαφνική έκρηξη του μικρού ενεργού ηφαιστείου που σαράντα τόσα χρόνια έβραζε μέσα του. Θυμάμαι όμως που φανταζόμουν τις Ερινύες να τον κυνηγούν σαν αλογόμυγες, όπως κυνηγούσαν τον Ορέστη μετά το φόνο του πατέρα του Αγαμέμνονα.

Τώρα που το σκέπτομαι, βλέπω ότι οι πάπιες εκείνες κι ο Αγαμέμνων είχαν μία σχέση, ας μεσολαβούσαν τρεις και πλέον χιλιετίες.

Δεν θυμάμαι τις λέξεις, θυμάμαι όμως το πνεύμα των λέξεων που χρησιμοποίησα για να μιλήσω.

Έτσι κι αλλιώς, τα λόγια είναι πτερόεντα, το πνεύμα είναι αθάνατο. Αυτό μετράει.

Λοιπόν, η θρυλούμενη αθωότητα των παιδιών είναι αστικός μύθος. Δε γεννιόμαστε αθώοι. Τα παιδιά δεν είναι αγγελούδια, δεν είναι αθώα εξ ορισμού, δε χάνουν την αθωότητά τους όταν μεγαλώνουν, δε γινόμαστε ένοχοι επειδή μεγαλώσαμε, αλλά επειδή ποτέ δεν ήμασταν αθώοι, ούτε καν ως παιδιά.

Παύουμε να είμαστε παιδιά, μεγαλώνουμε, όχι γιατί χάνουμε την αθωότητά μας, αλλά γιατί συνεχίζουμε να την διεκδικούμε.

Το αίσθημα που σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, σε κάνει, φίλε, να εξομολογείσαι τη φονική πράξη που είχες κάνει ως παιδί, δεν σημαίνει ότ’ είσαι ένοχος, αλλά ότι ψάχνεις την αθωότητα – και την ψάχνεις – γιατί αυτή είναι που θα δώσει νόημα στην ύπαρξή σου.

“Και πώς γίνεται αυτό;”, ρώτησε.

“Απλά”, είπα. “Με τον τρόπο που έγινε μόλις: Δεν άφησες να χαθεί στη λήθη η φονική πράξη, διασώθηκε στη μνήμη σου. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν θα επαναλάβεις μία τέτοια πράξη ποτέ, ούτε αυτή, ούτε άλλη ανάλογη. Διασώζοντας τη μνήμη της παιδικής σου πράξης, οι πάπιες εκείνες ζουν, μετουσιώνονται, γίνονται άνθρωποι, ενώνονται με το Όλον”.

“Δηλαδή… δεν είμαι κακός;”, είπε στο τέλος.

“Όχι. Δεν είσαι κακός. Η κακία μπήκε στη φύση του ανθρώπου, εκδηλώνεται με το φόνο μιας πάπιας ή ενός ανθρώπου. Ο άνθρωπος κατεβαίνει από τον ουρανό στη γη για να διώξει την κακία από τη φύση του, να εξαγνιστεί. Γιατί όταν διώξει όλες τις κακίες, δεν θα χρειάζεται να ξαναγεννηθεί (τόσο επώδυνα) στη γη. Ότι θυμάσαι, φίλε, την πράξη εκείνη και κατηγορείς τώρα τον εαυτό σου, σημαίνει ότι αυτή η εκδήλωση της κακίας κλείνει τον κύκλο της. Η εξομολόγηση αυτή είναι το τελευταίο στάδιο της διεργασίας που έγινε ήδη μέσα σου. Η αθωότητα της ύπαρξής σου κέρδισε μερικούς πόντους στο μέτρο του σύμπαντος”.

Θυμήθηκα τα παραπάνω αυτές τις μέρες, διαβάζοντας τις λεπτομέρειες του αποτρόπαιου βιασμού που έκαμε μία αγέλη παιδιών Α΄ Τάξης Λυκείου σε συμμαθητή τους.

Τα γράφω εδώ για ν’ αποδείξω το σημαντικό που σημείωσα ήδη, ότι “η αθωότητα των παιδιών είναι αστικός μύθος”.

Όταν θα σταματήσουμε αυτή την άσοφη σπέκουλα, όταν θα σταματήσουμε να χαϊδεύουμε τα παιδιά ή να τα θεωρούμε εξ ορισμού αθώα, θα συμβούν πολύ ωραία πράγματα στον κόσμο. Ένα δε από αυτά θα είναι να γράφουν αλλιώς τα παραμύθια τους οι συγγραφείς.

Λίγο τό ’χεις;

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top