Ένας μύθος για μια αναποδιασμένη

Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό ένας δύσμοιρος χωρικός που είχε για γυναίκα ένα…στριμμένο άντερο! Πα να πει ανάποδη και πεισματάρα. Ό, τι της έλεγε αυτός, αυτή έλεγε το αντίθετο. Έκανε το ανάποδο…

-Δόσμου ένα ποτήρι νερό! έλεγε ο άντρας της.

Αυτή του έφερνε κρασί.

-Σήμερα είναι Κυριακή! έλεγε ο άντρας της.

Αυτή έλεγε ότι είναι Δευτέρα…

-Πάμε να μαζέψουμε ξύλα στο λόγγο, έλεγε ο άντρας της.

Αυτή καθότανε καταγής και δεν πήγαινε πουθενά.

-Έλα να κάτσουμε να ξεκουραστούμε, έλεγε ο άντρας της.

Αυτή σηκωνόταν κι άρχιζε τις δουλειές.

Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Κι ασφαλώς δεν ήξεραν τότε τι πα να πει ψυχολόγος και βέβαια δεν υπήρχαν οι στήλες των περιοδικών να ζητήσει ο δόλιος τη συμβουλή των ειδικών.

Προσπάθησε να κουβεντιάσει μαζί της το θέμα, βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα!

Άσπρο αυτός; Μαύρο αυτή! Μέρα αυτός; νύχτα αυτή! Πέρα αυτός; Δώθε αυτή!

Είδε κι απόειδε, η αγανάκτηση τον κυρίεψε. Άρχισε να ψάχνει για να βρει τρόπο να γλιτώσει από τη γάγγραινα…

Ήταν η εποχή του θερισμού. Το σιτάρι έτοιμο. Κίνησε ο χωρικός για το χωράφι και της λέει.

-Εγώ πάω να θερίσω. Εσύ να μείνεις εδώ, να ΜΗΝ έρθεις κοντά μου.

Όπως υπολόγισε, κίνησε κοντά του, πράττοντας ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που της είπε.

-Πάρε τουλάχιστον το δρεπάνι σου! της είπε.

Αυτή γύρισε πίσω κι αντί να πάρει το δρεπάνι, πήρε το…ψαλίδι.

Φούσκωσε, ξεφούσκωσε ο άντρας, τι να πει;

Φτάσανε στο χωράφι κι αρχίσανε το θέρο. Αυτός την έβλεπε να θερίζει τα στάχυα με το ψαλίδι και φούντωνε.

Βεζούβιος.

-Θα σε φτιάξω εγώ, συλλογίστηκε.

Πέρασε ώρα, ζυμώθηκε μέσα του η ιδέα και της λέει:

-ΜΗΝ πας προς το πηγάδι και πέσεις μέσα! Πρόσεχε!

Η γυναίκα παράτησε τη δουλειά της και πήγε αμέσως προς τα κει, προς το πηγάδι. Κι όπως ήταν φυσικό…έπεσε μέσα.

Έτρεξε μετανιωμένος ο φουκαράς να την βοηθήσει, πήρε μια τριχιά την πέταξε στο πηγάδι, δέθηκε η γυναίκα κι ήταν έτοιμος να την ανεβάσει.

Αλλά…

Είπε να της κάμει μια τελευταία ερώτηση:

-Με τι θερίζουν το σιτάρι γυναίκα;

-Με το ψαλίδι! φώναξε από τον πάτο του πηγαδιού.

Την άφησε τότε στο κενό κι όπως έπεσε χώθηκε στο νερό. Πνιγόταν.

-Με τι θερίζουν το σιτάρι, γυναίκα;

Δε μπορούσε πια ν’ απαντήσει. Αλλ’ όπως βυθιζόταν αποκαμωμένη και πνιγόταν αράδα, σήκωσε για τελευταία φορά το χέρι της κάνοντας σημείο με τα δύο δάχτυλα το άνοιγμα της ψαλίδας…

Ο χωρικός την παράτησε και συνέχισε το θέρο. Με το δρεπάνι του βεβαίως…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top