Ένας μάταιος διάλογος

Το δόγμα του καιρού διαλαλεί πως η Δημοσιογραφία διαπλέκεται με την πολιτική.

Δεκτό.

Για να το λένε, κάτι ξέρουν.

Αλλά η Δημοσιογραφία είναι πολλά άλλα πράγματα, εκτός από την διαπλεκόμενη σχέση της με την πολιτική.

Πριν απ’ όλα τα ενδεχόμενα, υπάρχει ένα που λέει το προφανές: Οι δημοσιογράφοι δεν είναι όλοι πολιτικοί συντάκτες, άρα δε γίνεται να είναι όλοι διαπλεκόμενοι.

Ποια διαπλοκή μπορεί να έχει με την πολιτική εξουσία ο αθλητικογράφος;

Ποια διαπλοκή μπορεί να έχει με την πολιτική εξουσία ο συντάκτης των πολιτιστικών θεμάτων μιας εφημερίδας;

Και, εν πάση περιπτώσει, ποια διαπλοκή μπορεί να έχει ο δημοσιογράφος, ευθύνη του οποίου είναι να συντάσσει τα ειδησάρια για τις πολιτιστικές ή τις αθλητικές εκδηλώσεις που θα γίνουν ή έγιναν κατά μήκος και κατά πλάτος του Δήμου, για τα εφημερεύοντα φαρμακεία, για την επιμέλεια των Μικρών Αγγελιών της εφημερίδας;

Ύποπτος για διαπλοκή μένει μονάχα ο πολιτικός συντάκτης της εφημερίδας. Έτσι δεν είναι;

Ναι.

Ακόμα κι αν είναι όμως ύποπτος αυτός ο τύπος, ακόμα κι αν όντως διαπλέκεται, κοινώς “τα παίρνει”, πόσο φταίνε άραγε οι άλλοι συντάκτες και οι συνεργάτες της εφημερίδας για την δική του λωποδυτιά;

Ρώτησα μια φορά έναν αξιοσέβαστο κύριο που μου τηλεφώνησε για να πει ότι οι τοπικές εφημερίδες προβάλλουν τη θέση του Δημάρχου για το Πάρκο, αλλά καθόλου τις θέσεις των διαμαρτυρόμενων πολιτών.

“Και γιατί να το κάνουν αυτό οι τοπικές εφημερίδες;”, ρώτησα.

“Επειδή τα παίρνουν από τον Δήμαρχο”, απάντησε.

“Να το δεχτώ”, είπα. “Πείτε μου όμως: Με ποιον τρόπο νομίζετε ότι τα παίρνουν;”.

Η ερώτησή μου δεν ήταν φιλολογική. Απευθυνόταν σε κάποιον που στην αρχή ακόμα του τηλεφωνήματος είχε δηλώσει συνταξιούχος τραπεζικός. Εξ ορισμού λοιπόν είχε την δυνατότητα να παρακολουθήσει μια λογική διαδρομή των λέξεων που λέγαμε.

“Δεν ξέρω ακριβώς”, είπε. “Αλλ’ αυτό λένε όλοι και δεν έχω λόγο να το αμφισβητώ”.

“Μάλιστα. Να το εξετάσουμε λογικά όμως; Θα σας ρωτήσω τώρα εάν οι δημοσιογράφοι πληρώνονται από τον Δήμο ή από τον Δήμαρχο”.

“Από τον Δήμο”, απάντησε ο συνομιλητής μου.

“Μα, τότε, πώς και δεν βρίσκει αυτά τα παράνομα κονδύλια η αντιπολίτευση για να καταγγείλει δημόσια και τον Δήμαρχο και τους δημοσιογράφους”;

“Σ’ αυτό έχεις δίκιο”, είπε ο συνομιλητής μου. Αλλά συνέχισε: “Αφού δεν είναι από τον Δήμο, είναι από τον Δήμαρχο”.

“Μάλιστα. Και πώς γίνεται; Κάθε μήνα πάει ο δημοσιογράφος και παίρνει την αμοιβή του από τον Δήμαρχο για τις υπηρεσίες που του πρόσφερε”;

“Κάπως έτσι”…

“Μάλιστα. Που σημαίνει ότι ο Δήμαρχος πληρώνει τους Δημοσιογράφους με λεφτά που δεν εμφανίζονται πουθενά. Έτσι δεν είναι; Μαύρα δηλαδή”…

“Ε, ναι, μαύρα”.

“Και, τότε, γιατί δεν καταγγέλλετε τον Δήμαρχο ότι πληρώνει τους δημοσιογράφους μαύρα λεφτά; Πού τα βρίσκει; Για να έχει τόσα λεφτά να πληρώνει τόσους δημοσιογράφους, σημαίνει ότι κλέβει το Δήμο, δεν τα κόβει από τον τοίχο… Λοιπόν ο Δήμαρχος είναι κλέφτης, άρα υπόλογος απέναντι στη Δικαιοσύνη”.

“Έτσι πάει”…

“Για να το κάνει δε αυτό ο Δήμαρχος, σημαίνει ότι έχει μεγάλα, όσο και παράνομα συμφέροντα, σε βάρος των δημοτών. Γιατί λοιπόν δεν βαράτε τον γάιδαρο, αλλά βαράτε το σαμάρι”;

“Πράγματι, έτσι πάει”…

“Αν πάει έτσι, δε βρίσκετε πως η κατηγορία που προσάπτετε στους δημοσιογράφους, είναι μετέωρη, όσο και διάτρητη από ηθικής απόψεως;

Αυτός ήταν ο διάλογος. Ο οποίος κατέληξε βέβαια με μια επιστροφή στην αρχή… Που σημαίνει: “Ου με πείσεις καν με πείσεις”, όπως λέει και ο Αριστοφάνης στον “Πλούτο” του…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top