Ελένη Πριοβόλου: “Μετά φόβου” – Μια ελεγεία για την Αιτωλία

Το Αγγελόκαστρο, το Αγρίνιο, το Αιτωλικό, το Μεσολόγγι, η Τριχωνίδα, ο Αχελώος, είναι το τοπίο που επιλέχθηκε από την Ελένη Πριοβόλου για να στήσει το μύθο της στο “μετά φόβου”. Αλλά ο τόπος που επιλέγεται από τον/την συγγραφέα για να γίνει σκηνικό μυθιστορήματος, είναι αγλάισμα για τους ανθρώπους του, εν τέλει δε, και μέγιστη τιμή.

“Είναι η γενέθλια γη, στην οποία οφείλω το νάμα της λογοτεχνικής αλχημείας. Είναι η γη των γονιών και των παππούδων μου που έζησαν τις δραματικές ιστορικές περιόδους για τη χώρα. Εθνικό Διχασμό, στρατιωτικά κινήματα, πολέμους, Δικτατορίες οικονομικές καταστροφές, θανάτους, προσφυγιά. Η τοπιογραφία μου είναι γνώριμη παρά τις δραματικές αλλοιώσεις από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα. Γενικώς νομίζω ότι όφειλα στον τόπο μου αυτή την καταγραφή”, λέει η συγγραφέας στον Γιώργο Κιούση (press publica, Δεκέμβριος 2016).

“Στην ανθρωπογεωγραφία της Πριοβόλου δεν λείπει τίποτα και κανένας. Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται με ρεαλισμό και έχουν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοινωνίας: μεγαλέμποροι και εργάτες, άρχοντες και πληβείοι, αγωνιστές και καταδότες, ιδεολόγοι και δολοπλόκοι, καλοί και κακοί δρουν και διαμορφώνουν καταστάσεις, συνθέτοντας ένα μεγάλο κοινωνικό μωσαϊκό. Και όλα αυτά περιγράφονται από τη συγγραφέα με τη γνωστή της μυθοπλαστική δεινότητα, αλλά και ευαισθησία, μιας και αναφέρονται στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την Αιτωλία, και τη μικροϊστορία της”, σημειώνει η φιλόλογος Β. Μικέλλη (press publica, 5.2.2017).

Το Αιτωλικό τοπίο που μυθοποιείται στο “Μετά φόβου” σημειώνει και ο Αιτωλός ποιητής Πάνος Καπώνης (Βήμα, 23.4.2017): “Η Ελένη Πριοβόλου, που έχει συμβάλει πολλαπλά στα Ελληνικά γράμματα με τα 27 μέχρι τώρα βιβλία της για παιδιά και μεγάλους, έρχεται με το τελευταίο, μέσα από την εσωτερική της ανάγκη, να μας εμβαπτίσει στα νάματα της Αιτωλίας και του γενέθλιου τόπου μας”.

“Το ενδιαφέρον του εγχειρήματος είναι ότι αυτά τα γιγαντιαία γεγονότα (εσωτερικά και παγκόσμια) αντανακλώνται ως επί το πλείστον σε μια γεωγραφική κουκκίδα της Αιτωλίας”, σημειώνει και ο Ξενοφών Μπρουντζάκης (Ποντίκι, 6.7.2017).

Αλλά κι ο Νίκος Τακόλας (Διάστιχο, 13.10.2017) παρατηρεί: “Η Ελένη Πριοβόλου μετατρέπει το Βραχώρι (Αγρίνιο) και το Αγγελόκαστρο, τον τόπο της, μέσω του μετούσιου της αφήγησής της, σε μεγαλειώδες σκηνικό της λογοτεχνίας”.

Να γιατί η Αιτωλία της Ελένης Πριοβόλου (πρώτη φορά ίσως στους νεότερους χρόνους) αποχτά υπόσταση και όγκο, καταγράφεται ως λογοτεχνικό μέγεθος, ανασταίνεται από τον μακραίωνο τάφο και συνειρμικά υπενθυμίζει την αρχαία της δόξα. Εν τέλει δε, σε όποιο χρόνο και αν εκτυλίσσεται η πλοκή, στο παρόν ή στο παρελθόν, ο ιερός τόπος κάθε μυθιστορήματος εξαϋλώνεται, μπορείς να πεις, εξαγνίζεται, εκτείνεται στο χρόνο, το (Αιτωλικό, εν προκειμένω) τοπίο μεταποιείται σε αθάνατο πίνακα ζωγραφικής του Πικάσο, μόνο που δεν είναι φτιαγμένος με πινελιές, αλλά με λέξεις, για να κυριολεκτώ δε, με το αιθερικό μέγεθος της κάθε λέξης, που έχει βάθος, μήκος και πλάτος.

Όλο το θέμα στην ανάγνωση ενός μυθιστορήματος είναι να μπορεί να πάρει ο αναγνώστης ό,τι θέλει εκείνος, να μπει στο ζαχαροπλαστείο και, ανάμεσα στα πολλά γλυκά που προσφέρει ο ζαχαροπλάστης, να φάει και ν’ απολαύσει όποιο γλυκό θέλει αυτός. Ο συγγραφέας (όπως κι ο ζαχαροπλάστης) οφείλει να πει την ιστορία του και να μείνει διακριτικά στην άκρη, αφήνοντας έδαφος, όχι μόνο στον ήρωά του, αλλά και στον αναγνώστη του. Μιλώ για την άλεκτη, για τη μυστική μάλλον συμφωνία μεταξύ του κάθε αναγνώστη και του συγγραφέα. Δεν είναι ίδιος ο τρόπος που εισπράττει την ίδια ιστορία ο καθένας. Και σπεύδω να σημειώσω, ότι τα σχόλια ετούτα γράφονται με την αίσθηση που αποκόμισα εγώ, το θέμα όμως δεν είναι αυτό, αλλά η τέχνη της Ελένης Πριοβόλου που επιτρέπει αυτή την λειτουργία σε μένα και την άλλη στον άλλο, ακόμα κι αν αυτές οι λειτουργίες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες ή δεν συναντιούνται πουθενά.

Το “μετά φόβου” είναι μια ανεπιτήδευτη ηθογραφία, παράλληλα δε, θησαυροφυλάκιο λέξεων μιας περασμένης εποχής, λαϊκών λέξεων, που καθιστούν την καθομιλούμενη Δημοτική γλώσσα (στην οποία είναι γραμμένο το βιβλίο) εξ ίσου ενδιαφέρουσα με την Παπαδιαμαντική καθαρεύουσα. Κι αν όντως μπορούμε να μιλάμε για αντρική και γυναικεία γραφή, η στιβαρή γραφή της Ελένης Πριοβόλου κατατάσσεται άρδην στην πρώτη. Αλλά ο/η συγγραφέας που υπερβαίνει το φύλο του, με άλλα λόγια, υπερβαίνει τη φύση του (και το κάνει για χάρη των ηρώων του) επιτυγχάνει έναν άθλο ισάξιο ενός Ολυμπιονίκη. Μιλώ για την διάσταση που εννοεί η Σιμόν ντε Μποβουάρ, όταν τη ρώτησαν αν υπάρχει γυναικεία γραφή: “Είμαι συγγραφέας, όχι γυναίκα συγγραφέας”, απάντησε. Αυτό είναι η Ελένη Πριοβόλου: Συγγραφέας. Κι αυτή η ιδιότητα, σ’ αυτήν την διάσταση, την διαχωρίζει από το πλήθος των συγγραφέων, το φύλο των οποίων ξεχωρίζει από την πρώτη αράδα του κειμένου τους και ο αναγνώστης ξέρει αν ανήκουν στο αντρικό ή το γυναικείο φύλο.

Η συγγραφική οπτική της Ελένης Πριοβόλου είναι γήινη, εμπροθέτως ιστορική, μετρημένα σαρκαστική απέναντι στην εξουσία, αποδεικτική μιας τιμιότητας που προσφέρει μόνο η αντιεξουσία. Απέναντι στην πολιτική, την θρησκευτική, εν γένει δε, την θεσμική εξουσία, δεν στέκεται μάχιμος ο ταπεινωμένος λαός, αλλά – μαζί μ’ αυτόν – η γυναίκα, το υποταγμένο θηλυκό που πολύτροπα επαναστατεί και θ’ αρκούσε αυτό για ν’ αλλάξει ο κόσμος σε όλα. Η αρχαία Βακχική ιερουργία, θαμμένη στ’ ανήλιαγα μπαούλα της κυτταρικής μνήμης, με τη μορφή ενός νέου Διονυσιασμού, αν και στουμπωμένη, χωρίς όραση πια, σαν τυφλοπόντικας του υπογείου, αναδεύεται, ξυπνά, τα μάγουλα των κοριτσιών φλέγονται, προδίδοντας την ακαταμάχητη φουσκοδεντριά που υπονοούν (και θυμούνται) μυστικά οι γριές. Δεν δρα τυχαία ο θεός Διονύσης στην ιστορία που εκτυλίσσεται. Η ανάγνωση του “μετά φόβου” συνοδεύεται από την κραταιή αίσθηση δύο, ίσως τριών παράλληλων μυθιστορημάτων, που η συγγραφέας – σε μια μεγαλόψυχη δωρεά, ισάξια της αβρότητας – αφήνει να τα γράψει στο μυαλό του ο ίδιος ο αναγνώστης. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αναγνωστική απόλαυση από αυτήν. Και είναι, νομίζω, ο λόγος που από ένα σημείο και μετά, κάμπτονται όλες οι καλοθρεμμένες αντιστάσεις του αναγνώστη. Η αφήγηση, άκρως υπομονετικά, συντρίβει τα προσχήματα του μυαλού, κερδίζει κατά κράτος τη μάχη που έδωσε με τις ορδές των στερεοτύπων, νικάει αυτές τις στρατιές των προκατασκευασμένων σκέψεων που αχολογούν στις πρώτες σελίδες. Και “σε βάζει μέσα”. Πλέον, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να φτάσεις μέχρι το τέλος.

Η Ελένη Πριοβόλου επικαλείται τον Μανώλη Αναγνωστάκη («αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους») για να δώσει το στίγμα των δύο ηρωίδων της, της Αρίστης και της Διαλεχτής: “Εν τέλει αφού πάθουν και μάθουν, θα οδηγηθούν αμφότερες στον μόνο – κατ’ εμένα- ανθρώπινο προορισμό, που είναι ο δρόμος για την αυτογνωσία”, λέει στον Γιώργο Κιούση.

“Συχνά είναι πιο ασφαλές να είσαι αλυσοδεμένος από το να είσαι ελεύθερος”, έγραφε, πριν από κάμποσα χρόνια, ο Κάφκα και η Ελένη Πριοβόλου, στο βιβλίο της «Μετά φόβου» υπογράφει μια ελεγεία για το φόβο της ελευθερίας, για την υποταγή των ονείρων και την εκδίκησή τους, για τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις που ποδηγετούν τη ζωή των ανθρώπων και κυρίως την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική τους ελευθερία”, γράφει η Τέσυ Μπάιλα (culture now, 24.1.2017) και προσθέτει: “Το βιβλίο είναι μια επική καταγραφή της φιλίας και όλων εκείνων των συναισθημάτων που μπορεί να εμπνεύσει”. Και συνεχίζει: “Με την ευγένεια της γραφής της, μια ευγένεια που προέρχεται και ταυτόχρονα δηλώνεται από την αγάπη της συγγραφέως για την Ελληνική γλώσσα και την αδιάσπαστη συνέχειά της, η Ελένη Πριοβόλου καταβυθίζεται στην ψυχοσύνθεση των ηρώων της, σκάβει βαθιά μέσα τους και φέρνει στο φως τα αίτια και τα αιτιατά των πράξεών τους, τις ψευδαισθήσεις και τα όνειρά τους, τις ελπίδες και τη βιωμένη διάψευσή τους, την ανάγκη τους να καθορίσουν οι ίδιοι τις σχέσεις τους, την ορμή και τη ρώμη των συμπεριφορών τους”.

“Η συγγραφική δεινότητα της κας Πριοβόλου αναδεικνύεται μοναδικά μέσα από τις σελίδες του «Μετά φόβου» καθώς επιτυγχάνει να ισορροπήσει με δεξιοτεχνία ανάμεσα στη ρομαντική αύρα της ιστορίας της, το ζοφερό σκηνικό των πολιτικών αλλαγών και τη βαριά σκιά του εθιμικού δικαίου”, γράφει η Καλλιόπη Κρητικού ( Huffington Post, 9.3.2017) και συμπληρώνει: “Η παιδική αγνότητα συναντά την επαναστατική ορμή της εφηβείας και τη λαχτάρα του έρωτα, και οι πυρωμένες ματιές σηματοδοτούν το πέρασμα στην ενηλικίωση υπό το βλέμμα μιας ολάκερης κοινωνίας που βρίσκεται σε αναβρασμό. Και στο κέντρο όλων οι φόβοι. Υπαρκτοί και ανύπαρκτοι που καθορίζουν ανελέητα τις πράξεις και τις αποφάσεις μας”.

“Μυθιστόρημα ιστορικό ή μια μυθιστορία που γεννήθηκε όταν η έμπνευση μιας συγγραφέως κοινωνικά ευαίσθητης, ιστορικά εγγράμματης και πολιτικά ανήσυχης, όπως είναι η Ελένη Πριοβόλου, συνάντησε κορυφαία γεγονότα της δικής μας αλλά και της παγκόσμιας Ιστορίας και θέλησε να γράψει ένα βιβλίο το οποίο κλείνοντας ο αναγνώστης θα νιώθει την καταλλαγή που προσφέρει μια όμορφη ιστορία, αλλά και την αφύπνιση που επιβάλλει η εποχή μας” γράφει ο φιλόλογος Χαράλαμπος Στεργιούλης (Καθημερινή, 28.5.2017). Και τονίζει: “Το να νικάς τον φόβο σου, είναι το πρώτο βήμα προς την αυτογνωσία και δι’ αυτής προς την προσωπική εξέλιξη που είναι και η αρχή για την κοινωνική και πολιτική εξέλιξη”.

“Το «Μετά φόβου» ξεκινά από την άνιση σύγκρουση της Ιστορίας με την ατομικότητα για να καταλήξει σε μια μάχη συνειδήσεων στην αγωνία ενός καλύτερου κόσμου”, λέει ο Ξενοφών Μπρουντζάκης. Και συνεχίζει: “Η Ελένη Πριοβόλου “επανασυστήνει την εσωτερικότητα της ιστορικής περιόδου με την οποία καταπιάνεται, έτσι που η παρελθούσα εποχή αποκτά τη βαρύτητα και τη ζέστη του παρόντος”.

Αλλ’ αυτό σ’ εμένα θυμίζει τα “εκατό χρόνια μοναξιά” του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Η ιστορία στο “Μετά φόβου” αρχίζει εκατό χρόνια πριν από σήμερα (1916) και τελειώνει το 1944, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εδώ μιλάμε για “τριάντα χρόνια μοναξιά”. Τίποτε δεν αλλάζει, ούτε από λαό σε λαό, ούτε από εποχή σε εποχή. Ατμόσφαιρες, έρωτες, πάθη, αλλά και διχασμοί, επαναλαμβάνονται ίδια, μόνο οι ετικέτες στο κούτελο αλλάζουν, λες και η εσωτερική διαπάλη (όχι μόνο του ατόμου, αλλά και του κοινωνικού συνόλου) υπακούει στην αέναη νομοτέλεια της αντίθεσης, άρα της ρήξης. Όταν δεν υπάρχει εξωτερικός εχθρός για ν’ απειλήσει την πατρίδα, μια χαρά τον κατασκευάζουμε μόνοι μας στο πρόσωπο του γείτονα, του χωριανού, ακόμα και του αγαπημένου.

Μ’ αυτές τις σκέψεις κατά νου, φοβάμαι μην αδικήσω ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, αν – σ’ ετούτη την εποχή που δεν εκτιμά τα περασμένα – το κατατάξω στην Σχολή του πρώιμου (αγνού θέλω να πω) Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού. Γιατί το “μετά φόβου” μένει προσηλωμένο στην λαϊκή εκδοχή της ντοκουμενταρισμένης Ιστορίας, αρνείται ν’ ακολουθήσει τα χνάρια των νικητών σε αποστασιοποιημένες θεωρήσεις, κάνει δηλαδή αυτό που προόρισται να κάνει κάθε αξιόπιστο λογοτεχνικό πόνημα που ξέρει την αποστολή του: Να ιστορεί την ήττα του λαού και να την παραδίδει στο μύθο.

Κλείνω αυτό το σημείωμα με την παράγραφο που κλείνει το κείμενό του ο Νίκος Τακόλας στο “Διάστιχο”, γιατί είναι μια αναφορά που με συγκινεί ιδιαίτερα:

“Η Ελένη Πριοβόλου υφαίνει ένα πολύχρωμο χράμι της ιστορίας, της Αιτωλικής μικροκοινωνίας του 1916-1944 και των μύθων της, ιχνηλατώντας μνήμες, πλέκοντάς τες με τη γνώση, σε ένα βιβλίο ύμνο στον τόπο, στον έρωτα και στη φιλία των ανθρώπων. Συνολικά το βιβλίο “Μετά φόβου”, είναι μια λογοτεχνική διαδρομή ανάμεσα σε γεγονότα και μύθους, τιμή σε έναν τόπο, ύμνος γι’ αυτούς που τολμούν διακινδυνεύοντας, μα ανοίγοντας δρόμους και για τους άλλους”…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top