Πώς κρίνει ο κριτής τον κρινόμενο; Με ποια μέτρα τον μετράει, με ποια σταθμά τον ζυγίζει;
Τον κρίνει προφανώς, με βάση τις μεγάλες ηθικές αρχές που άφησαν παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα οι σοφοί και οι δάσκαλοι. Οι άλλοι δάσκαλοι, όχι αυτοί του Σχολείου.
Ναι, έτσι κρίνουμε τον καθένα! Τον κρίνουμε στην καθημερινότητά του, στην οικογένειά του, στη δουλειά του, στη δημόσια ζωή. Κρίνουμε τους λόγους του και τις πράξεις.
Ναι, για να τον κρίνουμε λογικά, δίκαια, αντικειμενικά, επικαλούμαστε πάντα τις αιώνιες ηθικές αρχές του ανθρώπου! Το κάνουμε, ακόμα και όταν εμείς οι ίδιοι δεν τις τηρούμε. Αυτό άλλωστε κάνουν και οι δικαστές: Κρίνουν τον κατηγορούμενο με βάση τα άρθρα και τις παραγράφους του Νόμου. Ακόμα κι αν οι ίδιοι οι δικαστές στην υπόλοιπη ζωή τους εκεί έξω, είναι άδικοι, το Δίκαιο που απονέμουν το δεχόμαστε ως Νόμο. Ακόμα και η αδικία στην οποία συχνά υποπίπτουν, παράγει Δίκαιο. Που κρατάει δεκαετίες, μερικές φορές ακόμα κι αιώνες!
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κρίνουν τους αμαρτωλούς οι παπάδες, Νόμος των οποίων είναι το ευαγγέλιο και οι παρακαταθήκες των αγίων. Το κάνουν αυτό για κάθε αμαρτωλό που εξομολογείται, ακόμα κι αν οι ίδιοι στην προσωπική τους ζωή είναι βουτηγμένοι στην αμαρτία.
Έτσι πάει. Το θέμα όμως είναι άλλο:
Ο τρόπος αυτός που κρίνουμε τους άλλους και κρινόμαστε από αυτούς, αφορά μόνο το άτομο; Μήπως αφορά και το σύνολο;
Ερώτημα θέτω. Καθότι, αυτές οι αρχές, βάσει των οποίων γίνονται οι κρίσεις, λογικά δεν ισχύουν μόνο για τα άτομα, ισχύουν και για τις Κοινότητες των ατόμων, ισχύουν για τους Συλλόγους, ισχύουν για τα κόμματα, ισχύουν για την κυβέρνηση την ίδια.
Με ποια κριτήρια τάχα κρίνουμε την κυβέρνηση; Με ποια κριτήρια τάχα κρίνουμε τους θεσμούς της Δημοκρατίας, την αντιπολίτευση, την Δημοτική Αρχή, τον Τύπο;
Ό,τι είναι αντικυβερνητικό, είναι τίμιο; Και ό,τι είναι κυβερνητικό είναι άτιμο; Έτσι πάει;
Μήπως γίναμε αφόρητα απλοϊκοί; Τόσο που δεν ήταν ποτέ οι τσοπαναραίοι στις ράχες;
Αυτό είναι το ερώτημα: Με ποια κριτήρια ασκούμε την κριτική που ασκούμε; Υπάρχουν μήπως άλλες αρχές από κείνες που μας άφησαν παρακαταθήκη οι σοφοί και οι δάσκαλοι; Αν ναι, ποιες;
Μπορούμε τάχα να διαχωρίσουμε τις αρχές αυτές, τα μέτρα και τα σταθμά μας, σε ατομικά και συλλογικά; Αν ναι, πώς;
Διότι… αν κρίνουμε ένα άτομο στην καθημερινή ζωή του ως φαφλατά, το ίδιο θα έπρεπε να κρίνουμε κι ένα πολιτικό κόμμα που εκφράζεται φαφλατάδικα και να το αποκλείουμε από το πεδίο της εκτίμησής μας, όπως ακριβώς κάνουμε με τον γείτονα ή τον συνάδελφο, που αμολάει τη γλώσσα του και λέει ό,τι του κατέβει. Το ίδιο γίνεται αν κρίνουμε κι ένα άτομο ως ανέντιμο: Με τα ίδια μέτρα και σταθμά που αποφαινόμαστε για το άτομο, θα έπρεπε να πράττουμε και για την Κοινότητα, για τον Σύλλογο, για το Κόμμα, για τη Βουλή, για την Κυβέρνηση. Οι αρχές είναι αρχές και δεν αλλάζουν ανάλογα με το τι κρίνουμε!
Δεν πράττουμε όμως έτσι! Την ίδια στιγμή που κατακρεουργούμε ένα άτομο για κάτι που είπε ή έγραψε και δε μας άρεσε, αφήνουμε στο απυρόβλητο ένα πολιτικό κόμμα που όλα όσα λέει και πράττει, είναι για τα σκουπίδια. Κι αν μάλιστα το κόμμα αυτό είναι το κόμμα που ψηφίσαμε, υπερασπίζουμε τις χοντράδες του με πάθος, αδιαφορώντας για το αν ακουμπάνε ή όχι σε κάποια ηθική αρχή, από κείνες που λέγαμε στην αρχή.
Είναι λογική αυτή;
Μοιάζουμε – πώς αλλιώς να το πεις – με τους αιμοσταγείς μαφιόζους που, ενώ σφάζουν απηνώς στους δρόμους, στο σπίτι κάθονται “παναγίες” και παίζουν με τα παιδιά τους τρυφερά, σαν αγγελούδια.
Μπαίνει ένα ζήτημα συνάφειας των ατομικών και των συλλογικών συμπεριφορών… Μπαίνει όμως ταυτόχρονα κι ένα ζήτημα Λογικής για τα λόγια μας και για τις πράξεις. Όχι μόνο Λογικής, αλλά και Δικαιοσύνης. Γιατί Δικαιοσύνη δεν είναι μόνο αυτή που απονέμουν οι Δικαστές και τα Δικαστήρια, είναι και η άλλη, που απονέμει η συνείδηση. Η ατομική και η συλλογική συνείδηση, εννοώ.
Για να μη μακρηγορώ: Η κοινωνία μας – είναι σαφές – δεν έχει έρμα, δεν έχει αρχή, ούτε τέλος, είναι ανερμάτιστη. Εξ αυτού δε, φτερό στον άνεμο, έτοιμο να πάει όπου αυτός φυσήξει… Μέσα σ’ αυτό το χάος χωνεύονται όλα, καλά και κακά. Τα άριστα πρόσωπα δεν διαφέρουν από τα άχρηστα…
Λοιπόν, αν κάτι λείπει περισσότερο απ’ όλα στις μέρες μας, δεν είναι αυτά που (σωστά ή λάθος, δεν το κρίνω) διεκδικούν οι συνδικαλιστές. Αν κάτι λείπει από τον καιρό μας, είναι οι ΑΡΧΕΣ. Για τις οποίες δεν διαδηλώνει κανείς βέβαια. Για να κυριολεκτώ δε, πρέπει να το πω αλλιώς: Δε λείπουν οι αρχές, εδώ είναι, δεν έφυγαν ποτέ, εκχυδαΐζονται όμως, διότι όλα, ακόμα και τα πιο ποταπά πράγματα, γίνονται στο όνομά τους, στο όνομα της Δημοκρατίας π.χ. ή της… ηθικής!
Αν ήταν συνδικαλιστές οι σοφοί και οι δάσκαλοι της ανθρωπότητας, νομίζω ότι – πρώτο αίτημα στο πανό της διαδήλωσής τους – θα έθεταν το μέγα ζήτημα των Αρχών. Όχι των ατομικών, αλλά των Συλλογικών Αρχών.
Μιλώ βέβαια για τις Αρχές που σήμερα έχουν ξεχαστεί, λόγω δε της απουσίας τους από τη Δημόσια ζωή, έγινε η κοινωνία μας απάνθρωπη, βάρβαρη, αιμοβόρα, μοχθηρή, αποτρόπαιη, σκέτη κόλαση…
Θέλω να πιστεύω ότι, όπως η ανθρωπότητα αναζήτησε στο παρελθόν αυτές τις Αρχές και τις βρήκε, έτσι θα το κάνει ξανά. Σήμερα ίσως όχι… Αύριο όμως μπορεί…