“Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα”

Ξεκινάω να γράψω και σβήνω αμέσως μετά τις πρώτες αράδες που έγραψα.

Κάθε μέρα το ίδιο βιολί.

Μετά από μισό αιώνα γραφών και συγγραφών… αυτό… πρώτη φορά μου συμβαίνει.

Ξεκινάω να γράψω και αμέσως μετά μουντζώνω τον εαυτό μου που αθετεί τον όρκο του να μην ξαναγράψει.

Κάθε μέρα το ίδιο βιολί.

Μετά από μισό αιώνα γραφών και συγγραφών… αυτό… πρώτη φορά μου συμβαίνει.

Δεν είναι που κουράστηκα να γράφω. Κάθε άλλο. Τώρα που μεγάλωσα και χάνονται σιγά – σιγά οι άλλες απολαύσεις, γουστάρω ακόμα πιο πολύ να γράφω.

Δεν είναι που στέρεψαν οι ιδέες. Κάθε άλλο. Τώρα που γέρασα και αναπολώ τις εμπειρίες, κατακλύζομαι από ένα σωρό ιδέες που θέλω να καταγράψω.

Δεν είν’ αυτά…

Είναι που… το βλέπω μάταιο πια.

Σ’ αυτή τη χώρα που επιβραβεύει το άχρηστο, είναι μάταιο να επιδιώκεις το άριστο.

Η αριστεία είναι ρετσινιά. Το είπε άλλωστε και κοτζάμ Υπουργός Παιδείας.

Σ’ αυτή τη χώρα που, είτε κάνεις το άχρηστο, είτε το άριστο, είν’ ένα και το αυτό, καταλήγει μάταιο να γράφεις. Διότι: Το γραπτό έχει λόγο ύπαρξης μόνο αν ενεργοποιεί την διαφορά του από το άχυρο. Αλλιώς, ούτε να γράφεται, πρέπει, ούτε να επιζεί.

Ανάμεσα στις δύο λέξεις “άριστο” και “άχρηστο” είναι μόνο ένα “χ”. Δεν είναι τυχαίο που, όταν εμφανίζεται το άγνωστο “χ”, χοντραίνει το “ι” και γίνεται παχύσαρκο “η”.

Σ’ αυτή την εποχή (και, ίσως, όχι μόνο σ’ αυτή τη χώρα) που το Φαίνεσθαι υπέταξε το Είναι, είναι μάταιο να μιλάς, μάταιο να εκφράζεις δημόσια τη γνώμη σου, αφού ο μόνος ακροατής του λόγου σου, είναι ο απεγνωσμένος πια εαυτός. Κανείς άλλος.

Κανείς δεν πείθει κανέναν για τίποτα.

Μόνο η ανάγκη πείθει τους πάντες. Ίνα εκπληρωθεί το ρηθέν υπό του προφήτου λέγοντος “Ανάγκα και θεοί πείθονται”.

Η ανάγκη πείθει λοιπόν, μόνο αυτή, όχι ο λόγος. Αλλά όταν ο κόσμος γύρω πείθεται μόνο από την ανάγκη, ο λόγος (προφορικός και γραπτός) είναι περιττός. Ίσον, “άκου, βλέπε, σώπα”.

Πριν σιωπήσουμε (πριν “το βουλώσουμε”, λαϊκά) λέω να σταθούμε λίγο και στην ανάγκη, τη μοναδική αυτή συνθήκη που – όπως είπαμε – πείθει.

Η ανάγκη που πείθει τους πάντες είναι – λόγω της φύσης της – μια δικτατορική δύναμη. Γιατί (το έχουμε πει) δικτατορία δεν είναι μόνο η στρατιωτική, ούτε η χούντα των στρατιωτικών, είναι και η Δημοκρατία που ξέχασε τις αρχές της. Δικτατορία, είναι ακόμα και η μαζική ανοησία. Η οποία, στη μεν εξουσία επιβάλλει αποτελεσματικά την λογική “όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος”, στον δε λαό επιβάλλει βιαίως την λογική “τι θα σ’ έβρει και δε θα το περάσεις”.

Πλην όμως, όταν φτάνουμε σ’ αυτή την διττή πραγματικότητα, ο άνθρωπος γίνεται έρμαιο του τυχαίου, αλλά και του τυχάρπαστου.

Ξέρετε κάτι;

Εκεί ακριβώς είμαστε τώρα.

Στο τυχαίο και το τυχάρπαστο.

Τυχαίοι και τυχάρπαστοι πολιτεύονται. Τυχαίοι και τυχάρπαστοι αντιπολιτεύονται.

Κι εμείς, έρμαια πια της Τύχης, έρμαια δηλαδή του Τυχαίου και του Τυχάρπαστου, σα να μην είμαστε άνθρωποι, αλλά ζώα της ζούγκλας, μοιραία και άβουλα, μιλάμε, γράφουμε, διαδηλώνουμε, σα να έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα αυτής της ζωής, εκτός από το πρόβλημα της νυχτερινής μας εξόδου για μια διασκέδαση με ποτά στο μπαράκι.

* “Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα / προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα”. Κώστας Βάρναλης: “Οι μοιραίοι”.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top