Η χρεοκοπία ενός νοικοκύρη που πήρε επιδότηση

(Αυτό το “Οικονομικό Διήγημα” δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2008 στο “ΑγοράΖην”, το ένθετο περιοδικό της “Αναγγελίας”)

Μια φορά, ετούτον τον καιρό, ένας νοικοκύρης διάβασε στην εφημερίδα, ότι τα επιδοτούμενα προγράμματα θα τα διαχειρίζεται πλέον η Τράπεζα και όχι πλέον οι κρατικές Υπηρεσίες. Είχε ακούσει ότι κάποιοι δημόσιοι λειτουργοί «λαδώνονται» για να βάλουν μια υπογραφή σ’ ένα χαρτί και δεν ήθελε με τίποτα να μπει σ’ αυτή την λογική. Έμπαινες μέσα στην διαδικασία, έφτανες σ’ ένα σημείο, όπου δεν μπορούσες να γυρίσεις πίσω και ακριβώς τότε σου έλεγε κάποιος «θέλω τόσα, αλλιώς χάνεις την επιδότηση». Για να μην χρεοκοπήσεις, το παζάρευες, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσεις ολότελα. Λοιπόν, αυτό δεν το άντεχε ο νοικοκύρης μας, δεν το σήκωνε το πετσί του. Υποδέχτηκε λοιπόν με ευχαρίστηση την είδηση ότι οι Τράπεζες θα είναι στο εξής οι διαχειριστές των προγραμμάτων. Σου λέει, δε μπορεί, Τράπεζες είναι, όλα μπορούν να συμβούν, όμως λάδωμα δεν πέφτει με τίποτα.

Ξεκίνησε λοιπόν ένα πρωί, μπήκε στην πρώτη Τράπεζα που βρήκε μπροστά του. Είχε μια επιχείρηση κερδοφόρα, δυναμική, βιώσιμη και προπαντός εξελίξιμη, απασχολούσε έξι άτομα προσωπικό, δεν χρώσταγε παρά μόνο τους τρεχούμενους λογαριασμούς της επιχείρησης, τους οποίους όμως υπηρετούσε με συνέπεια, αν και με κάποια λογική καθυστέρηση καμιά φορά. Στην Αγορά οι καθυστερήσεις αυτές είναι και λογικές και αναπόφευκτες, επειδή το ελεύθερο χρήμα δεν έρχεται νταγκ στην ημερομηνία που θέλεις. Έρχεται το τέλος του μήνα και πρέπει η επιχείρηση να πληρώσει ένα σωρό λογαριασμούς και μάλιστα τοις μετρητοίς. Για τον λόγο αυτό είχε ήδη ανοίξει ένα Τραπεζικό πλαφόν, όπου προεξοφλούσε επιταγές πελατών, έχανε ένα 10% της αξίας τους, αλλά έλυνε έτσι το σύνηθες και ασφυκτικό μερικές φορές πρόβλημα της ρευστότητας.

Μίλησε στην Τράπεζα για μία επένδυση εκατό χιλιάδων ευρώ. Η επιδότηση ήταν 55%. Πολλά λεφτά! Μεγάλο πράμα να κάνεις επένδυση εκατό χιλιάδων, εκ των οποίων τα πενήντα πέντε να τα πάρεις επιδότηση. Εδώ που τα λέμε, δεν απέφυγε τον πειρασμό να σκεφτεί ότι και με μία υπερτιμολόγηση σε κάποιες δράσεις, θα αύξαινε το ποσό αυτό στα εξήντα ή στα εβδομήντα χιλιάδες ευρώ. Δεν είχε όμως στην άκρη κάποιο κομπόδεμα. Μέχρι τώρα επένδυε συνεχώς στην δουλειά του ό,τι του περίσσευε. Πώς θα γινόταν λοιπόν; Ε, θα έπαιρνε ένα δανειάκι σαράντα πέντε χιλιάδες ευρώ, θα έκανε τις πρώτες πληρωμές των προμηθευτών του, θα τους έδινε και μερικές επιταγές για να καλυφθούν, όταν θα ερχόταν η επιδότηση.

Όλα καλά. Η μελέτη του έργου εγκρίθηκε και μάλιστα βαθμολογήθηκε από τα κεντρικά με τα περισσότερα μόρια απ’ όλες όσες υποβλήθηκαν για το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Η σύμβαση υπογράφηκε, αφού του ζήτησαν και τους προσκόμισε «τον ουρανό με τ’ άστρα». Μέχρι ασφαλιστήριο συμβόλαιο σε μια αποθήκη στο χωριό τον υποχρέωσαν να κάνει, επειδή είχε κάνει το λάθος να την χτίσει με πολεοδομική άδεια! Φοβόταν, βλέπεις, το σύστημα μην πιάσει φωτιά μια καλύβα χτισμένη με τσιμεντόλιθους, με τσίγκους στην στέγη και χώμα στο πάτωμα, χωρίς καν ηλεκτρικό ρεύμα…

Τελοσπάντων, τα κατάπιε όλα, ξεκινάει τις εργασίες. Έπρεπε να ολοκληρώσει τη μελέτη, όλα όσα προέβλεπε η μελέτη για να πάρει το δάνειο και να περιμένει μετά την επιδότηση.

Κι εκεί άρχισαν όλα. Οι προμηθευτές ήθελαν τουλάχιστον μία προκαταβολή. Μερικοί από αυτούς δέχονταν να πάρουν επιταγή, αλλά μέχρι τρίμηνο. Τι να κάνει; Σκέφτηκε ότι θα στριμωχτεί, αλλά θα τα καταφέρει. Το δάνειο όμως καθυστερούσε. Οι προμηθευτές διαμαρτύρονταν. Του έσπασαν τα νεύρα. Είχαν δίκιο. Έπρεπε να πληρώσουν τους εργάτες τους, τα υλικά, τις άμεσες υποχρεώσεις τους. Το πράμα άρχισε να γίνεται ασφυκτικό. Κάποτε βγήκε το δάνειο. Αντί όμως σαράντα πέντε χιλιάδες, του έβγαλαν τριάντα πέντε. Άνοιξε μία πρώτη τρύπα δέκα χιλιάδων ευρώ. Τι να κάνει; Πήρε τα τριάντα πέντε, έδωσε κάποιες προκαταβολές, εξόφλησε τους πιεστικούς προμηθευτές του με τρίμηνες και εξάμηνες επιταγές. Συνειδητοποίησε ότι η επιδότηση θα αργούσε πολύ ακόμα.

Για να υπηρετήσει τις επιταγές που εξέδωσε, πήγε και πήρε μερικά καταναλωτικά δανειάκια των πέντε ή των δέκα χιλιάδων ευρώ σε άλλες Τράπεζες. Δεν έφταναν όμως. Διότι παράλληλα έτρεχαν οι πάγιες υποχρεώσεις της επιχείρησης. Όλο αυτό το πράμα ήταν ένα πρόσθετο βάρος. Όταν άρχισαν να λήγουν οι επιταγές, «φόρτωσε» όλες τις καταναλωτικές του κάρτες μέχρι τα μπούνια. Διότι, είπαμε, η επιδότηση θα αργούσε πολύ ακόμα. Κάπου εκεί του είπαν μια μέρα, ότι, «ξέρεις, αυτή η δράση κόπηκε, δεν επιδοτείται». Ήταν μία «δράση» αξίας είκοσι περίπου χιλιάδων ευρώ. Την οποία όμως αυτός είχε ήδη κάνει. Τώρα, σ’ αυτά που έχασε ήδη, προστέθηκαν ακόμα έντεκα χιλιάδες ευρώ…

Η κατάσταση γινόταν εφιαλτική. Τα κατάφερνε όμως καλά. Εξυπηρέτησε μερικούς φίλους με δικές του επιταγές, για να εξυπηρετηθεί κι αυτός από εκείνους, ώστε να μεταθέσει κάποιες υποχρεώσεις σε απώτερο χρόνο, τότε δηλαδή που θα έβγαινε η ήδη κουτσουρεμένη επιδότηση.

Ο άνθρωπος κόντευε να φτάσει στο τέλος του εφιάλτη, του είπαν, ότι από μέρα σε μέρα έρχεται η επιδότηση, τα βάσανά του τελειώνουν, όταν ένας από τους φίλους, στον οποίο είχε δώσει μία επιταγή δική του, δεν μπόρεσε να του φέρει τα χρήματα για να τα βάλει στο πλαφόν. Και δεν μπόρεσε, επειδή ένας πελάτης του δεν τον είχε πληρώσει. Και ο πελάτης του φίλου δεν τον είχε πληρώσει, επειδή δεν πληρώθηκε από μία επιχείρηση, η οποία χρεοκόπησε. Γιατί; Επειδή, λέει, είχε διαμαρτυρηθεί μία επιταγή της, μπήκε στον «Τειρεσία» και αυτόματα έχασε την Τραπεζική της εξυπηρέτηση. Το χειρότερο όμως είναι ότι μία επιχείρηση, της οποίας διαμαρτύρεται, λέει, μία επιταγή, χάνει, παρακαλώ, την επιδότηση που δικαιούται!

Και τι έφταιγε ο φίλος μας ο νοικοκύρης με την κερδοφόρα, δυναμική, βιώσιμη και προπαντός εξελίξιμη επιχείρηση, η οποία απασχολούσε έξι άτομα προσωπικό και δεν χρώσταγε παρά μόνο τους τρεχούμενους λογαριασμούς; Τι έφταιγε να τρέχει τώρα να καλύψει μία επιταγή που του χρώσταγε ο φίλος;

Δεν τα κατάφερε εκείνες τις ημέρες. Και μία επιταγή μόλις δύο χιλιάδων ευρώ διαμαρτυρήθηκε. Ο νοικοκύρης της ιστορίας μας «έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια». Πρώτον, έχασε αμέσως την Τραπεζική εξυπηρέτηση και δεν μπορούσε πια να λύσει το καθημερινό πρόβλημα της ρευστότητας. Δεύτερον, έχασε την επιδότηση των πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ. Τρίτον, του έμεινε ένα «αγγούρι» εκατό χιλιάδων ευρώ, το οποίο όμως είχε ήδη μεγαλώσει με τέσσερα καταναλωτικά δάνεια συνολικού ύψους τριάντα χιλιάδων ευρώ, χώρια πόσα ήταν τα ποσά στις καταναλωτικές κάρτες. Τέταρτον, απέλυσε τρεις από τους έξι εργαζόμενους και αποφάσισε να δουλεύει ο ίδιος όσο δούλευε μέχρι τώρα και τρεις φορές παραπάνω, μία φορά για τον καθένα που έδιωξε. Όμως δεν είχε να πληρώσει την αποζημίωση των τριών και οι εργαζόμενοι του έκαμαν μήνυση. Τι θα γίνει στο Δικαστήριο; Ένας Θεός ξέρει.

Άρχισαν οι πονοκέφαλοι και οι ταχυπαλμίες. Το πιεσόμετρο έδειχνε ανησυχητικά νούμερα. Σα να μην έφταναν αυτά, κάθε μεσημέρι που πήγαινε να κοιμηθεί μια ωρίτσα, ν’ ανακουφιστεί από την πίεση, για να μην καταλήξει στο νοσοκομείο με κάνα καρδιακό επεισόδιο ή κάνα εγκεφαλικό και για να συνεχίσει τον αγώνα του, να δει τελοσπάντων πώς θα έβγαινε από τον απρόβλεπτο και ξαφνικό μπελά που έβαλε στο κεφάλι του, χτύπαγαν τα τηλέφωνα των «εταιρειών υπενθύμισης». Μόλις τον έπαιρνε ένας λυτρωτικός υπνάκος, ντριιιιν… «Ο κύριος τάδε; Ναι. Έληξε η δόση του δανείου σας. Να σημειώσω, ότι μέχρι την Παρασκευή θα καταβάλλετε το ποσό;». Κι αυτό γινόταν κάθε μέρα. Κάθε μεσημέρι. Ούτε μπορούσε να κλείσει τα τηλέφωνα, διότι είχε τη μάνα του άρρωστη κι έπρεπε να τρέξει αμέσως μόλις τον καλούσαν. Ο φιλήσυχος νοικοκύρης που ποτέ δεν πάτησε μυρμήγκι εν γνώσει του, θα μπορούσε να σκοτώσει μια τέτοια ώρα. Σκεφτόταν ότι ήταν καβαλάρης πάνω στ’ άλογο κι έγινε ρεντίκολο. Μάλωσε με τους καλύτερους φίλους του. Έχασε τις λίγες ανακουφιστικές εκείνες παρέες που χρειάζεται κάθε ταλαιπωρημένος άνθρωπος της εποχής μας. Κλείστηκε στον εαυτό του. Έχασε τον ύπνο του. Ένας γιατρός του σύστησε υπνωτικά χάπια. Ένας άλλος ηρεμιστικά. Ένας άλλος του είπε να περπατάει μία ώρα την ημέρα οπωσδήποτε.

Λέγοντας τον πόνο του εδώ κι εκεί, μάθαινε τον πόνο των άλλων. Εξεπλάγη, όταν διαπίστωσε, ότι στην ίδια ακριβώς μοίρα βρίσκονταν πολλοί, σχεδόν όλοι οι μικροί και οι μεγάλοι επιχειρηματίες που γνώριζε στην Αγορά. Έμαθε και το άκρον άωτον της παραλογίας. Ήταν, λέει, ένας βιοτέχνης, ο οποίος είχε ολοκληρώσει στην εντέλεια ένα επενδυτικό επιδοτούμενο πρόγραμμα. Είχε πάρει ήδη την πρώτη δόση της επιδότησης. Την ημέρα όμως που ήρθε ειδοποίηση να πάρει την δεύτερη δόση της επιδότησης, έτρεχε τον πατέρα του στο νοσοκομείο μ’ ένα ξαφνικό πρόβλημα υγείας. Ε, είπε, πάω μεθαύριο να πάρω τα λεφτά ΜΟΥ. Αντί της Δευτέρας που του έλεγε η ειδοποίηση, αυτός πήγε την Τετάρτη. Δεν θα το πιστέψετε, αλλά δεν του τα έδωσαν. Όχι μόνο δεν του έδωσαν την δεύτερη δόση, αλλά του ζήτησαν να επιστρέψει και την πρώτη δόση! Ο άνθρωπος τρελάθηκε. Άρχισε να τρέχει. Έφτασε μέχρι τον Υπουργό. Ποιος ξέρει τι απέγινε.

Ο νοικοκύρης της ιστορία μας που ήταν «πασάς στα Γιάννενα», βρέθηκε έκθετος και αποτυχημένος. Τον παρηγορούσε μόνο η ιδέα ότι, αργά ή γρήγορα, όπως έπαθε αυτός, θα την πάθαιναν όλοι. Και θα γλίτωνε τουλάχιστον από τη γκρίνια της γυναίκας του, ότι ήταν ανίκανος. Και, ξέρετε, δεν υπάρχει χειρότερη βρισιά για έναν άνδρα από την λέξη «ανίκανος» που του προσάπτει η γυναίκα του. Κάθε ανάλογη ιστορία που μάθαινε, έτρεχε να την αφηγηθεί στην γυναίκα του, σε μια προσπάθεια επιβεβαίωσης ότι, όχι μωρέ, δεν ήταν ανίκανος, κάτι άλλο έφταιγε, πέρα από τις δυνάμεις του, κάτι ευρύτερο.

Και, ναι. Κάτι άλλο έφταιγε. Κανείς δεν φανταζόταν όμως ποτέ, ότι αυτό το «κάτι άλλο», θα ήταν το ίδιο το Τραπεζικό σύστημα, οι ίδιες οι Τράπεζες, γιατί έκαναν μεταξύ τους ακριβώς το ίδιο πράγμα που έκαναν μεταξύ τους οι φίλοι του στην Αγορά, που αντάλλασσαν δηλαδή επιταγές και αλληλοεξυπηρετούνταν. Τον Οκτώβριο του 2008 ξέσπασε παγκόσμια κρίση. Διότι, λέει, οι Τράπεζες σταμάτησαν να δανειοδοτούν Τράπεζες, δηλαδή να εξυπηρετεί με χρήμα η μία την άλλη και απειλήθηκε παγκόσμια κατάρρευση της οικονομίας, επειδή οι Μικρές Τράπεζες, όπως ακριβώς ο νοικοκύρης της ιστορίας μας (τηρουμένων βέβαια των αναλογιών) απλούστατα ξέμειναν από ρευστό! Διάσημοι οικονομολόγοι μίλησαν για κατάρρευση του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για αποκορύφωση του καπιταλισμού, επρόκειτο για την τελευταία φάση της ωρίμανσής του, επειδή κάποιο σατανικό μυαλό είχε αποφασίσει να συγκεντρώσει όλο το χρήμα της γης στο σεντούκι του. Προκάλεσε την χρεοκοπία τραπεζών σε όλο τον κόσμο, για να τις εξαγοράσει έναντι πινακίου φακής και να μαζέψει όλο το χρυσάφι στο χρηματοκιβώτιό του.

Δεν θα ήταν έτσι, ΑΝ οι Τράπεζες χρηματοδοτούσαν το 100% της επιδοτούμενης επένδυσης και δη από την αρχή, προτού καν αρχίσουν οι εργασίες ή έστω εντός τριμήνου από την έναρξη των εργασιών, ώστε να έχουν και δείγμα της δουλειάς που έγινε. Οι Τράπεζες (σε αντίθεση με τον επιχειρηματία) μπορούν να περιμένουν την επιδότηση, ακόμα κι αν η γραφειοκρατία καθυστερεί την διαδικασία.

Δεν θα ήταν έτσι, επίσης, αν οι πολιτικοί κάθε χώρας και όχι μόνο της Ελλάδας μπορούσαν ν’ ακούσουν τις οιμωγές της Αγοράς και νομοθετούσαν αυτή την απλή ρύθμιση. ΑΝ το έκαναν, αν μπορούσαν να το κάνουν, αν ήξεραν να το κάνουν, η οικονομία θα ήταν πανίσχυρη και οι εργαζόμενοι «θα έτρωγαν με χρυσά κουτάλια».

Δεν γίνεται όμως έτσι. Πρακτική των Τραπεζών είναι να ζητάει ο επιχειρηματίας «δέκα» και να του δίνουν «εφτά». Αυτό το «τρία» που λείπει, που σκόπιμα και εκ συστήματος δεν του δίνουν, είναι το σαράκι που κρύβουν πονηρά μέσα στο δώρο τους. Οι επιδοτήσεις ή μάλλον ο τρόπος με τον οποίο δίνονται οι επιδοτήσεις, είναι ο Δούρειος Ίππος με τον οποίο αλώνεται από κάποιο «κέντρο σκέψης» η ανθρωπότητα. Ένα αόρατο μεν, αισθητό δε «κέντρο σκέψης» που – για ν’ ασκήσει την εξουσία του – δεν έχει ανάγκη να είναι κυβέρνηση κάποιου κράτους, ακόμα και του ισχυρότερου στον πλανήτη.

Αυτά σκεφτόταν τώρα ο χρεοκοπημένος νοικοκύρης. Αυτά φανταζόταν η σαλεμένη του διάνοια. Κι έβγαλε ένα ακόμα πιο τρελό συμπέρασμα: «Να γιατί δίνονται οι επιδοτήσεις», είπε στην γυναίκα του. «Να γιατί μόλις “κοκκινίσει” μία επιταγή, χάνονται οι επιδοτήσεις. Για να πάρουν οι τράπεζες την περιουσία του κάθε πολίτη νομίμως. Και μετά η κάθε μικρή Τράπεζα που πήρε την υποθηκευμένη περιουσία του πολίτη, θα την καταπιεί μια μεγαλύτερη Τράπεζα, νομίμως πάλι, και αυτήν μια ακόμα μεγαλύτερη, πάντα νομίμως, μέχρι να συγκεντρωθεί όλη η οικονομία όλων των χωρών της γης στα χέρια μιας πανίσχυρης δράκας ανθρώπων, οι οποίοι θα διαφεντεύουν τον πλανήτη, νομίμως φυσικά».

Μόνο που το σχέδιο αυτό, όσο σατανικό και αν είναι, όσο ευφυές (δε μπορείς να πεις) αυτό το άπληστο σχέδιο ΔΕΝ πρόκειται να υλοποιηθεί. Δεν θα προλάβει. Γιατί;

Μα επειδή είναι μόνο ένα φανταστικό σενάριο χωρίς καμία βάση. Αυτά τα λένε μόνο οι παραμυθάδες…

……………………………………………………………………………………………

Νοέμβριος 2008

* Αναπάντεχη υποδοχή από το αναγνωστικό κοινό είχε το 35ο τ. «ΑγοράΖην», το ένθετο περιοδικό της «Αναγγελίας», επειδή στο τεύχος αυτό δημοσιεύτηκε ένα «οικονομικό διήγημα» που συντάραξε πολλούς. Είχε τίτλο «η χρεοκοπία ενός νοικοκύρη που πήρε επιδότηση». Ο καθένας αναγνώριζε τον εαυτό του στο πρόσωπο του ήρωα. Τόσο όμοιες ήταν όλες οι αμέτρητες ιστορίες εκεί έξω στην πιάτσα, που ο καθένας νόμιζε ότι το κείμενο αυτό γράφηκε αποκλειστικά γι’ αυτόν. Τηλεφωνούσε στα γραφεία της εφημερίδας για να μάθει από πού είχε τόσο ακριβείς πληροφορίες για το άτομό του ο συντάκτης, αφού η ιστορία του ήρωα του διηγήματος ήταν πανομοιότυπη με την δική του. Το εκπληκτικό ήταν ότι αυτή την ομοιότητα την είδαν δεκάδες αναγνώστες που επικοινώνησαν με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο με την διεύθυνση της εφημερίδας. Δεν ήταν όμως μόνο οι αναγνώστες. Μέχρι και στελέχη κάποιων Τραπεζών αναρωτήθηκαν για το ποια Τράπεζα εμπλέκεται στην ιστορία του ήρωα, ήταν δε οι μόνοι αναγνώστες του «διηγήματος» που σχολίασαν, ότι «ε, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Είναι, αλλά δεν είναι». Στην «Λαϊκή Βουλή» του Κώστα Πετσινού εκτυλίχτηκαν πρωτόγνωρες (όπως τις χαρακτήρισε ο ίδιος) καταστάσεις. Το 80% των πελατών του λαϊκού κουρείου επί μέρες αναρωτιόντουσαν: «Μωρέ, μήπως μιλάει για μένα;».

Η πραγματικότητα είναι μία και (ίσως με μία δόση λογοτεχνικής υπερβολής, να το παραδεχτούμε) την αποκάλυψε για πρώτη φορά το «ΑγοράΖην. Όμως μικροί και μεγάλοι επιχειρηματίες, οι οποίοι μπήκαν στο «λούκι» της επιδότησης και είχαν προσωπική εμπειρία της γραφειοκρατίας και της αναλγησίας, αναγνώρισαν αυτή την αλήθεια πέραν των ιδίων και σε όλους τους άλλους με πανομοιότυπο τρόπο. Μέχρι την δημοσίευση του θέματος ο καθένας πίστευε κατά μόνας ότι τα αδιέξοδα και η παράνοια του γεγονότος αφορούσαν αυτόν τον ίδιο και μόνο. Η αλήθεια είναι ότι ο καθένας από τους «παθόντες» ενοχοποιούσε ως τώρα τον εαυτό του και τον κατηγορούσε για αναξιότητα ή για κακό χειρισμό. Πολλοί, αν δεν τσακώθηκαν με την γυναίκα τους, κατέφυγαν σε ψυχολόγους ή ακόμα και στον καρδιολόγο. Τώρα έμαθε ο καθένας, ότι ίδια ακριβώς «την πάτησαν» και οι άλλοι, πολλοί άλλοι, όλοι οι άλλοι, άρα δεν είναι αυτός ο ανίκανος. Δε μπορεί να είναι όλοι αυτοί οι άλλοι άνθρωποι τόσο ανίκανοι για να την πατάνε κατά δεκάδες, αν όχι κατά εκατοντάδες, ίσως κατά χιλιάδες, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που «την πάτησε» αυτός. Κάτι άλλο έφταιγε. Κάτι βαθύτερο. Και, φυσικά, σε καμία περίπτωση, δεν έφταιγε ο όποιος Τραπεζικός υπάλληλος της όποιας Τράπεζας.

Η μεγάλη συζήτηση του τύπου «κι εσύ, ε, μα, ναι, κι εγώ» που ακολούθησε, είχε έναν ανακουφιστικό έως λυτρωτικό χαρακτήρα, επειδή για πρώτη φορά είπε ο ένας τον πόνο του στον άλλο και διαπιστώθηκε από κοινού ότι οι ιστορίες τους ήταν ακριβώς ίδιες, άρα ήταν υπήρχε όντως ένα κάποιο απόμακρο και αποστασιοποιημένο «σύστημα σκέψης» που τους έβαζε όλους με κάποιο τρόπο σ’ αυτήν την λογική της επένδυσης με το δέλεαρ της επιδότησης και μάλιστα «χωρίς να γνωρίζει η δεξιά τι ποιεί η αριστερά». Ήταν μια συγκλονιστική αποκάλυψη.

Οι μόνοι δύσπιστοι θα ήταν μάλλον εκείνοι που δεν έκαμαν ποτέ μια επιδοτούμενη επένδυση, αν υπάρχει ακόμα τέτοιος πολίτης στην Ελλάδα. Λοιπόν, σε κάθε περίπτωση, ένα τέτοιο κείμενο (που το διάβασαν τριάντα χιλιάδες άνθρωποι) ίσως να βοηθήσει στο μέλλον προς μία πιο ρεαλιστική προσέγγιση της όποιας επένδυσης που θέλει να κάνει ο κάθε μικρομεσαίος επιχειρηματίας. Η αλήθεια είναι (και αυτή είναι η ουσία του όλου θέματος) ότι η επιδότηση είναι καλή και θα λειτουργήσει θετικά σε μια επένδυση, μόνο εάν υπάρχει εμπράγματη ίδια συμμετοχή και ακόμα καλύτερα, μόνο εάν ο επενδυτής έχει εξ αρχής σε μετρητά ένα κεφάλαιο ίσο με το ποσό της μελέτης, ώστε, όταν θα βγει η επιδότηση, με όποια καθυστέρηση, να την χρησιμοποιήσει ως αποθεματικό κεφάλαιο, για ν’ αντιμετωπίσει εκ του ασφαλούς κάθε «κοιλιά» της επιχείρησης. Κάθε άλλη διαχείριση αυτού του τεράστιου ζητήματος οδηγεί σε κρυφούς και αόρατους κινδύνους, που φτάνουν μέχρι και την χρεοκοπία της πιο εύρωστης επιχείρησης.

Εύλογο και δικαιολογημένο είναι οι τραπεζικοί να χαρακτηρίσουν ένα τέτοιο κείμενο «κάπως υπερβολικό». Δεν θέλουν (και δεν μπορούν) να παραδεχτούν αυτή την πραγματικότητα. Και είναι δικαιολογημένο, επειδή την πραγματικότητα της Αγοράς την γνωρίζουν «απέξω κι ανακατωτά» μόνο οι ελεύθεροι επαγγελματίες, δεν μπορούν όμως (αιχμάλωτα των στεγνών και των στυγνών αριθμών) να την κατανοήσουν τα στελέχη των Τραπεζών, κατώτερα και ανώτερα, πολλώ δε μάλλον οι πολιτικοί, οι οποίοι ελάχιστα γνωρίζουν ή νοιώθουν σχετικά με τα δρώμενα στην καθημερινότητα της πιάτσας. Τι να καταλάβει δηλαδή ποιος τι σημαίνει να ξυπνήσει ένα πρωί ο λεγόμενος μικρομεσαίος επιχειρηματίας και να του πει η Τράπεζα «ξέρεις, πήραμε εντολή από τα κεντρικά, να μην χρηματοδοτήσουμε τις επιταγές των πελατών σου». Τι να καταλάβει ποιος τι σημαίνει για τον επιχειρηματία αυτόν ότι εκείνη την ίδια μέρα που η Τράπεζα αιφνιδιαστικά και απροειδοποίητα του ανακοίνωσε αυτήν την απαράδεκτα μονομερή απόφαση, οι επιταγές του θα «κοκκίνιζαν» από την άλλη ή την ίδια την Τράπεζα που διέπραξε αυτή την αιφνίδια ανατροπή των δεδομένων, αυτό το ανήθικο δηλαδή πραξικόπημα; Και «κοκκίνισμα» σήμαινε «Τειρεσίας», αν έχετε ακουστά!

Και αυτό ακριβώς έγινε αυτές τις μέρες του Οκτωβρίου 2008. Μάλλον έγινε πολύ πιο δραματικά απ’ ό,τι καταγράφεται με αυτά τα λόγια εδώ. Οι Τράπεζες διαπραγματεύονταν με την κυβέρνηση για το πακέτο των 28 δις ευρώ αδιαφορώντας αν θα βουλιάξουν, αν θα πνιγούν υγιείς επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοί τους θα έμεναν στον δρόμο, αν οι μόχθοι μιας ολόκληρης ζωής κάποιων ελεύθερων επαγγελματιών θα πήγαιναν κατά διαόλου. Αυτό που έγινε τις ημέρες αυτές, δεν έχει προηγούμενο σε θεσμική ανεντιμότητα και αναλγησία. Και θα συμφωνήσει, πιστεύουμε, μαζί μας κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης, ότι μπροστά σ’ αυτή την ανάλγητη συμπεριφορά των νεοελληνικών μας θεσμών, έχουμε κι εμείς το δικαίωμα, ως θύματα, να χάσουμε λιγουλάκι την ψυχραιμία μας και με «μία δόση υπερβολής» ν’ απαντήσουμε κάπως στην αισχρή επίθεση του Τραπεζικού συστήματος που διέπραξε εις βάρος του κοσμάκη όλου. Ίσως θέλαμε ν’ αποδείξουμε, ότι κάποια νοσηρά πνεύματα επιχείρησαν τον «κομμουνισμό του καπιταλισμού».

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top