Χάνω το δίκιο μου, ε;

“Μη νευριάζεις. Χάνεις το δίκιο σου”, είπε.

“Γιατί το λες;”, είπα. “Θέλεις να πεις ότι όλοι οι θυμωμένοι αυτού του πλανήτη χάνουν το δίκιο τους επειδή είναι θυμωμένοι, ενώ θα το κέρδιζαν, αν μιλούσαν με το σεις και με το σας”;

Ήταν βέβαιος για την ορθότητα της γνώμης του:

“Αυτό λέω”, είπε αποφασιστικά.

“Που σημαίνει… δεν έπρεπε να θυμώνουμε οι Έλληνες για τα καμώματα των Τούρκων στο Αιγαίο, στη Θράκη, στην Κύπρο…”.

“Άλλο αυτό”!

“Ε, πώς άλλο; Αλλά να σου κάνω το χατίρι… Να το πάμε σε πιο βατό επίπεδο, αν αντέχεις την αλήθεια”…

“Και βέβαια την αντέχω”…

“Την αντέχεις, ε; Μη μου πεις μετά μα και μου”…

“Την αντέχω σου λέω”…

“Εντάξει… Λοιπόν… είχα καιρό που αναρωτιόμουν αν πρέπει να σου το πω, δίσταζα, ήρθε όμως η ώρα”…

“Είχες κάτι να μου πεις και δε μου τό ’λεγες;. Τι φίλος είσαι;”…

“Είμαι ο φίλος που δεν θέλει να χάσει τον φίλο του. Γι’ αυτό και δεν σου έλεγα κάτι που έπρεπε ίσως να σου πω, αλλά μέχρι τώρα το κράταγα για τον εαυτό μου”…

“Έλα, λέγε, θα με σκάσεις”…

“Που λες… το λένε στην πιάτσα… το άκουσα με τ’ αυτιά μου… η γυναίκα σου…”…

“Τι…. η γυναίκα μου…”

“Η γυναίκα σου… δεν περπατάει καλά”…

“Τι θέλεις να πεις… μίλα καθαρά”…

“Λέω ότι η γυναίκα σου – με συγχωρείς κιόλας – σου τα φοράει… Σα φίλος έπρεπε να σε ειδοποιήσω… Κι είμαι ανακουφισμένος τώρα που το έκαμα”…

“Τι λε ρε”…

“Παρντόν;”…

“Τι λε ρε που θα μου πεις εμένα”….

“Θύμωσες;”…

“Θα σου σπάσω τα μούτρα ρε… Πες μου ποιος τα λέει αυτά να του σπάσω τα μούτρα”…

“Θύμωσες, ε;”…

“Για κάτσε… Ψέμα είναι; Το λες για να με δοκιμάσεις”…

“Ναι, το είπα για να σε δοκιμάσω… Μια χαρά είναι η γυναίκα σου. Κυρία με τα ούλα της. Κοίτα όμως πώς ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι σου, αν έρθει κάποιος και σπείρει τέτοια στην πιάτσα”…

“Άλλο αυτό”!

“Πάλι… άλλο αυτό; Γιατί είναι άλλο αυτό; Τι είναι χειρότερο… Να σε λένε κερατά ή λαμόγιο;”…

“Προτιμώ το λαμόγιο”…

“Αυτοί όμως σε λένε κερατά. Κι εσύ, δικαίως θυμώνεις. Αλλά όταν – δικαίως – θυμώνεις εσύ, γιατί λες ότι αδίκως θυμώνω εγώ, όταν τσαντίζομαι που με λένε λαμόγιο;

“Είσαι;”.

“Όχι, δεν είμαι”….

“Τότε… γιατί σε λένε;”…

“Επειδή είμαι δημοσιογράφος. Όποιος είναι δημοσιογράφος, είναι λαμόγιο. Τελεία και παύλα”.

“Λαμόγια δεν είναι;”…

“”Οι δημοσιογράφοι, ε; Λαμόγια, ναι! Κι επειδή οι δημοσιογράφοι είναι λαμόγια, κι εγώ λαμόγιο είμαι, έτσι πάει… Με τον ίδιο τρόπο που οι επειδή οι κυρίες έχουν γκόμενους, όλες οι κυρίες έχουν γκόμενους, μηδέ εξαιρουμένης της δικής σου”…

“Μην πιάνεις στο στόμα σου την κυρά μου γιατί θα γίνουμε από δεκαοχτώ χωριά”…

“Βλέπεις; Εσύ λες σ’ εμένα ότι χάνω το δίκιο μου όταν νευριάζω… Εμ εσύ… τι κάνεις τώρα; Δε χάνεις το δίκιο σου; Μήπως η κυρά σου τα φοράει ρε;”…

“Με τσάντισες τώρα… Αν και καταλαβαίνω πού το πας… Η αρχική θέση μου όμως είναι σωστή: Όταν νευριάζεις, χάνεις το δίκιο σου”…

Ο φίλος μου δεν ήθελε να μετακινηθεί από τη γνώμη που είχε στην αρχή. “Ου με πείσεις καν με πείσης”…

Προτού δηλώσω την ενενηκοστή ένατη παραίτησή μου, σκέφτηκα να δοκιμάσω άλλη μία προσέγγιση, την εκατοστή:

“Μπορεί να έχεις δίκιο”, του είπα. “Είμαι αψύς. Και πρέπει να το διορθώσω. Πράγματι, δε μου ταιριάζει να μιλώ έτσι”…

“Έτσι μπράβο! Τώρα μιλάς σωστά”, αναφώνησε θριαμβευτικά ο φίλος.

“Αλλά… δε μου λες…”, πρόσθεσα, “πόσες φορές με είδες να νευριάζω;”.

“Η αλήθεια είναι ότι δεν σε είδα πολλές”, απάντησε. “Αυτή τη φορά που σε είδα όμως… σε φοβήθηκε το μάτι μου μωρ’ αδερφάκι μου”…

“Καλά το είπες”, είπα. “Βρέθηκα εκτός εαυτού”…

“Δεν ταιριάζει αυτό σ’ εσένα… Είσαι άλλου επιπέδου…. Δε μπορεί να πέφτεις τόσο χαμηλά”…

“Έπεσα, ε;”.

“Ναι, έπεσες… Δίκιο είχες, δε λέω…. Έπρεπε όμως να δώσεις τόπο στην οργή”…

“Μάλιστα! Και δε μου λες, φίλε… Πώς ξέρεις ότι… δεν έδωσα τόπο στην οργή”;

“Μα σε είδα να γίνεσαι Βεζούβιος”…

“Καλά το λες… Έγινα Βεζούβιος! Όμως, πριν απ’ αυτό… Πόσες φορές λες ότι έπρεπε να έχω γίνει Βεζούβιος και δεν έγινα”;

“Ε, δεν ξέρω”…

“Αυτό ακριβώς: Δεν ξέρεις! Δεν ξέρεις ότι εγώ γίνομαι Βεζούβιος την εκατοστή φορά. Δεν ξέρεις ότι εγώ ΔΕΝ γίνομαι Βεζούβιος ενενήντα εννιά φορές, τόσες δίνω τόπο στην οργή… ενενήντα εννιά φορές… Για τις ενενήντα εννιά φορά που έδωσα τόπο στην οργή, εσύ… δεν ξέρεις τίποτε… Έρχεσαι όμως και με κρίνεις για την εκατοστή που… έγινα Βεζούβιος… Είσαι σωστός ή λάθος; Πες μου τώρα: Ποιος είναι ο σωστός και ποιος είναι ο λάθος;”…

Αυτό δεν το είχε σκεφτεί…

Ότι έδωσα τόπο στην οργή ενενήντα εννιά φορές πριν γίνω Βεζούβιος στην εκατοστή, δεν το είχε σκεφτεί…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top