Απλοϊκή προσέγγιση σ’ ένα περίπλοκο ζήτημα

Το ερώτημα είναι απλό: Μπορούμε ή δε μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτική, χωρίς να προσβάλλει κανείς κανέναν, συνομιλητή, φίλο ή συγγενή;

Αν όντως… δε μπορούμε, μήπως πρέπει να παραιτηθούμε από την ίδια την ανθρωπιά, την οποία πάντως όλοι επικαλούνται και σ’ αυτήν ομνύουν όλοι με κάθε ευκαιρία;

Η συζήτηση που αφορά την πολιτική (ή τα πολιτικά) είναι τόσο παράλογη, τόσο μολυσματική, που κανείς νουνεχής δεν διατηρεί για πολύ την διάθεση ν’ ασχοληθεί με τα κοινά. Όσο καλή προαίρεση και να έχει ο πιο υπομονετικός πολίτης για να συμμετέχει τουλάχιστον στα απολύτως αναγκαία, στο τέλος αποσύρεται για να διαφυλάξει, αν μη τι άλλο, τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπειά του.

Περιττό να σημειώσω τις συνέπειες αυτής της ανεξέλεγκτης πια πανδημίας.

Η πολιτική, όπως ασκείται από τα κόμματα και, βέβαια, τους κομματικούς αξιωματούχους (όχι μόνο στην Ελλάδα) κάνει στην εποχή μας το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που, παλιά, έκανε η θρησκεία: Η καθοδήγηση της μάζας, από όποια “φωτισμένη πρωτοπορία” και αν ασκείται (θρησκευτική, πολιτική ή άλλη) παράγει το ίδιο αποτέλεσμα: Μολύνει την σκέψη των ανθρώπων, αλλοιώνει το αίσθημά τους, παραμορφώνει την πράξη τους, υποδουλώνει το άτομο σε σχήματα, ιδεασμούς, στερεοτυπίες και αγκυλώσεις, κρατάει αιχμάλωτο ακόμα και τον οξύτερο νου.

Πολύς κόσμος μιλάει και κρίνει ελαφρά τη καρδία τους πάντες και τα πάντα. Μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό που προκύπτει, δε μένει τίποτε όρθιο, ούτε το άριστο, ούτε το έντιμο. Λες και στήθηκε μια μηχανή του κιμά που αλέθει φιλοσοφίες, ιδεολογίες, δόγματα, γλώσσες, σα να τα βγάζει όλα μαζί στην άλλη άκρη πολτό.

Δεν έχει πια καμία πρακτική αξία να περιγράφει κανείς ή να καταγγέλλει αυτή την πραγματικότητα. Η κριτική κατά της κυβέρνησης, ας πούμε, θυμίζει την παροιμία που λέει “φταίει ο γάιδαρος και βαράμε το σαμάρι”. Γιατί η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, είναι – παρά την κοινή πεποίθηση – “ο τελευταίος τροχός της αμάξης”. Και – προειδοποιώ – μη βιαστεί κανείς να στείλει το μυαλό του σε θεωρίες συνωμοσίας…

Σε μια κάθετη εκλαΐκευση των σοφότερων παρακαταθηκών της ανθρωπότητας, θα έλεγα ότι, πλέον, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μόνο μία διαφυγή από τη μαζική αυτή χλαπάτσα: Να στραφεί στην συνείδησή του. Ν’ αναμετρηθεί με τον εαυτό του, να γνωρίσει τη Φύση του.

Το έλεγαν οι αρχαίοι βέβαια, που σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν είναι τωρινό, δεν είναι της δικής μας εποχής, το ήξεραν από τότε… Αλλά, για να το ξέρουν από τότε… σημαίνει ότι το πρόβλημα που εντοπίζουμε στις μέρες μας, δεν έχει να κάνει ούτε με τον καπιταλισμό, ούτε με τον σοσιαλισμό, δεν έχει να κάνει ούτε με την δεξιά, ούτε με την αριστερά, δεν έχει να κάνει ούτε με τον χριστιανισμό, ούτε με το ισλάμ, δεν έχει να κάνει με τίποτε απ’ όσα συνήθως λέμε ότι φταίνε.

Το πρόβλημα είναι ακόμα βαθύτερο, είναι πέρ’ απ’ αυτά, έχει να κάνει με την Φύση του ανθρώπου, θα έλεγε κάποιος, αλλά, εδώ, σ’ αυτό το σημείο, εγώ θα έλεγα ότι το μέγα τούτο πρόβλημά μας έχει να κάνει με την Φύση των όντων, το γενικεύω δηλαδή, βάζω ένα γενικότερο θέμα, που μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να φαντάζει φιλοσοφικό, πολύ γρήγορα όμως ο ερευνητής θ’ ανακαλύψει ότι δεν είναι, δεν έχει να κάνει με τις πεποιθήσεις του ατόμου και το δικαίωμα να πιστεύει ο καθένας στον Θεό που υπαγορεύει η συνείδησή του, έχει να κάνει με την ιστορική θεώρηση του κόσμου, με την ερμηνεία των γραφών, με την αποκωδικοποίηση των μύθων, με την ερμηνεία του φαινομένου της ζωής, λειτουργία στην οποία θα πρόσφερε πολλά η σύγχρονη Επιστήμη.

Εμείς που χαρακτηρίζουμε ως μυθολογία, ό,τι δεν ανήκει στην Ιστορία, εμείς οι ίδιοι αποδεχόμαστε ως αλήθεια τον μύθο της Γένεσης.

Αν λοιπόν δεν πετάγαμε στο καλάθι ούτε έναν μύθο, μα κανένα μύθο, αν μεταχειριζόμασταν ΟΛΟΥΣ τους μύθους με τον ίδιο λογικό τρόπο, ίδια μέτρα και ίδια σταθμά, μ’ αυτή μόνο τη μέθοδο, όχι με πολλά – πολλά, πού θα φτάναμε άραγε;

Θα φτάναμε στην ατράνταχτη λογική ν’ αποκωδικοποιούμε ΟΛΟΥΣ τους μύθους όλων των λαών με την ΙΔΙΑ μέθοδο. Θα υποστηρίξω δε ότι, αυτό, ε, είναι απολύτως επιστημονικό, έτσι δεν είναι;

Το πρώτο ερώτημα είναι τώρα τούτο: Αφού είναι επιστημονικό, γιατί ΔΕΝ το ασκούν οι επιστήμονες;

Απάντηση: Διότι, σε ζητήματα πίστεως, οι επιστήμονες αποφεύγουν ν’ αναμιχθούν. Όχι τυχαία. Κινδυνεύει άμεσα το κύρος τους. Αν επιμείνουν δε, χάνεται η καριέρα τους. Ίσον, το κυρίαρχο δόγμα ασκεί δικτατορική εξουσία, παγκόσμια δικτατορική εξουσία.

Ας καταφύγουμε λοιπόν στους επιστήμονες που απελευθερώθηκαν από την αγωνία της καριέρας και δεν δίστασαν να χάσουν τα πάντα, δόξα και χρήμα, προκειμένου να φτάσουν στη Γνώση, εν προκειμένω δε, στην αποκωδικοποίηση όλων των μύθων με την ίδια μέθοδο, τόσο των μύθων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όσο και των μύθων που διασώθηκαν στο χρόνο φέρνοντας μέχρι εμάς τις προφορικές αφηγήσεις των αρχαίων λαών όλου του πλανήτη.

Από τα μέχρι τούδε αποτελέσματα αυτής της εργασίας προκύπτουν πολλά κι ενδιαφέροντα – να μην πω επαναστατικά – συμπεράσματα. Που, αν μη τι άλλο, δίνουν πολλές πειστικές απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα που έθεσα παραπάνω.

Φτάνοντας όμως εδώ, διαπιστώνω με θλίψη, πως ούτ’ εγώ, τώρα… πώς να το πω… δεν τολμώ να πω, πολλώ δε μάλλον να γράψω… αυτά που βρήκαν και (ο ίδιος εγώ) ασπάστηκα ως ευρήματα, ή κλειδιά που θα ερμήνευαν τον κόσμο, εργαλεία ιδεών που θα επέτρεπαν την κατανόηση των φαινομένων, άρα θα προσδιόριζαν καλύτερα όχι μόνο την πολιτική ή την οικονομία κάθε χώρας, αλλά την ίδια τη ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη… Φοβάμαι, πως, αν το κάνω, θα χάσω την εκτίμησή σας…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top