Δεν είν’ εύκολο να χωρέσεις σε λέξεις την αίσθηση, ακόμα κι αν είναι ισχυρή σε βαθμό που αποκλείεται να κάνεις λάθος, οπότε καταφεύγεις σε συμβατικές διατυπώσεις για να πεις κάτι που έμαθες ή κατάλαβες και που, για να το μάθουν ή να το καταλάβουν οι άλλοι, απαιτείται η δική τους ανάλογη αίσθηση.
Αυτό είναι βεβαίως ακόμα δυσκολότερο, σε καμία περίπτωση όμως ανέφικτο, καθόσον οι λέξεις ποτέ δεν μεταφέρουν την αλήθεια, δε μπορούν να τη μεταφέρουν, οι λέξεις είναι απλά σύμβολα εννοιών, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο, μπορούν όμως να μεταφέρουν τους εσωτερικούς ήχους τους, εκείνους που δονούν και δονώντας ενεργοποιούν την αίσθηση του αποδέκτη.
Από μόνο του αυτό θα έφτανε για ν’ αποκαλύψει πέραν πάσης αμφιβολίας την ρηχότητα του – κυρίαρχου στην κοινωνία – δόγματος που ισχυρίζεται ότι “οι δημοσιογράφοι δεν λένε την αλήθεια”, όμως το θέμα μου είναι άλλο:
Μιλώ για την αίσθηση την οποία δεν μπορώ να στηρίξω με στοιχεία δημοσκοπήσεων ή με συμπεράσματα επιστημονικών ερευνών, ωστόσο διεκδικώ το δικαίωμα να την διατυπώσω χωρίς αυτά, μόνο και μόνο επειδή έφτασα σε αυτήν από τους δικούς μου δρόμους και, εν πάση περιπτώσει, όταν λες κάτι, δεν συνοδεύεται από την ανάγκη να το αποδεχτούν οι υπόλοιποι. Όποιος έχει τα κύτταρά του ανοιχτά, συγκινείται, ο άλλος θα περιμένει μια επόμενη ευκαιρία, ίσως σε μιαν άλλη ζωή…
Η διατύπωση λοιπόν του ευρήματος έχει να κάνει μόνο με την ελευθερία της έκφρασης και τίποτε άλλο, εμφανίζεται δημόσια με την ίδια λογική που γίνεται αποδεκτό ένα τραγούδι, ένα ποίημα ή μια ζωγραφιά. Κι ας είναι πεζός λόγος, ας είναι ακόμα και άρθρο.
Θεωρώ απαραίτητη αυτή τη μεγάλη εισαγωγή, επειδή ο λόγος (ιδίως ο λόγος του δημοσιογράφου) έχει ενοχοποιηθεί στις μέρες μας σε βαθμό κακουργήματος, που σημαίνει ότι καταργήθηκαν οι “σταθερές”, άρα υπεισέρχονται στην κρίση του αναγνώστη ένα σωρό “μεταβλητές”, οι οποίες αλλοιώνουν τόσο τις εντυπώσεις, όσο και την ουσία του μεταδιδόμενου ευρήματος.
Η αίσθηση λοιπόν λέει, απλά, ότι:
Δεν τεμαχίζονται μόνο τα κράτη, ούτε μόνο τα έθνη. Αυτό είναι (ή μπορεί να είναι) σχέδιο άλλων δυνάμεων που έχουν κάποιον αδήλωτο σκοπό για την συγκρότηση του αυριανού κόσμου. Όσο πάει, τεμαχίζεται η κοινωνία, κόβεται σε φέτες, θέλω να πω σε ομάδες.
Αν είναι απόρροια του τεμαχισμού των εθνών, δεν το ξέρω. Μπορεί να είναι, μπορεί και όχι. Θέλω να πω ότι ο τεμαχισμός της κοινωνίας δεν γίνεται με το ίδιο σχέδιο που τεμαχίζονται τα έθνη και ακρωτηριάζονται τα κράτη, πιθανότατα γίνεται με άλλο σχέδιο, παράλληλο ή και αντίθετο με το πρώτο.
Επί του παρόντος, λέω να πάρουμε ως δεδομένο ότι ο διαμελισμός του έθνους σε επιμέρους κοινωνικές (πολιτικές, θρησκευτικές ή άλλες) ομάδες, αν και γίνεται στο όνομα της Δημοκρατίας, δηλαδή του ατομικού ή του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού, δεν υπακούει σε κανόνες συμβίωσης ή συνύπαρξης, αλλά σε κανόνες αποστασιοποίησης, αν όχι αντιπαλότητας έως εχθρότητας. Η φυγόκεντρη τάση που διέπει την σύσταση των ομάδων αυτών, απειλεί να τεμαχίσει τις ήδη τεμαχισμένες ομάδες, σα να μην έχει τέλος ο τεμαχισμός τους, σα να πρόκειται να ικανοποιηθεί ο δράκοντας μόνο αν φτάσει μέχρι τη μονάδα, την οποία φυσικά θα στρέψει εναντίον όλων των άλλων (ανθρώπινων) μονάδων, αν όχι εναντίον του ίδιου της του εαυτού…
Αυτό μπορεί και να συνέβη ήδη.
Μέσα σ’ αυτό το ερεβώδες σκηνικό δεν έχει καμία τύχη, θέλω να πω, κανένα μέλλον, όχι μόνο το πολιτικό κόμμα ή το Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης (θεσμοί που βασίζονται σε μεγάλους συλλογικούς πόθους) αλλά αυτός ούτος ο μέγας συνεκτικός (επί αιώνες) κρίκος των κοινωνιών, η θρησκεία. Την ώρα που η τεχνολογία κινείται με την ταχύτητα του πυραύλου, οι παραδοσιακές αξίες της ανθρωπότητας υποχωρούν ατάκτως. Αλλ’ αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα, το ένα απόρροια του άλλου: Ή δύει ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε, ή ανατέλλει ένας νέος κόσμος, που δεν ξέρουμε.
Δεν ξέρω τώρα ποιο είναι χρησιμότερο: Να σώσουμε τον κόσμο που φεύγει και ν’ αγωνιστούμε γι’ αυτόν, ή να υποδεχτούμε τον κόσμο που έρχεται και να μην αγωνιστούμε για τίποτε, αλλά ν’ αφεθούμε στη νομοτέλεια;
Στην πρώτη περίπτωση, οφείλουμε μιαν απάντηση στο ερώτημα: Τι βάζουμε (ή τι θα βάλουν οι ισχυροί) στη θέση της παγκόσμιας εξουσίας που καταρρέει.
Στη δεύτερη περίπτωση, δεν οφείλουμε καμία απάντηση στο ερώτημα “ποιος είναι ο κόσμος που έρχεται;”, θα ήταν όμως ανίκητος ο πειρασμός να κάνουμε ορισμένες υποθέσεις. Εδώ, εγώ, θα περιοριστώ σε μία:
Αν όντως ανατέλλει νέος κόσμος, αυτός ο νέος κόσμος δε μπορεί να είναι παρά το ακριβώς αντίθετο του κόσμου που απέρχεται. Κατά συνέπεια, μπορούμε να προσδιορίσουμε ακόμα και τα χαρακτηριστικά του, αν τα διατυπώσουμε ως το ακριβώς αντίστροφο των τωρινών.
Όποιος μπει στον πειρασμό να κάνει αυτό το πνευματικό πείραμα, θα διαπιστώσει έκπληκτος ότι ο κόσμος που (πιθανόν) ανατέλλει, δεν είναι καθόλου άγνωστος στην ανθρωπότητα. Δεν είναι άγνωστος, επειδή έχει περιγραφεί από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς. Κι αν είναι όντως έτσι (η διαίσθηση λέει ότι είναι έτσι) σημαίνει ότι ο λόγος των αρχαίων Ελλήνων σοφών δεν ήταν φιλοσοφία, αλλά προφητεία. Με άλλα λόγια, ο αρχαίος εκείνος λόγος περιέγραφε τον κόσμο που – ακόμα σήμερα και για τα επόμενα 200 χρόνια – η ανθρωπότητα περιμένει κι ετοιμαζόταν επί αιώνες για να υποδεχτεί…