Άκου συντροφάκο

Δε γίνεται να καθόμαστε σε μια γωνιά ήσυχοι και να γίνονται όσα γίνονται, χωρίς να κάνουμε σκέψεις. Αν όμως τις σκέψεις που κάνουμε, τις λέμε κιόλας (διαπίστωση πρώτη) δημιουργούμε αυτόματα μία στρατιά εχθρών.

Είναι οδυνηρό γιατί πολύ γρήγορα διαπιστώνεις ότι στη στρατιά των πολλών εχθρών προσχώρησαν ήδη συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι, μωρέ οι χωριανοί και οι συμπολίτες… Αδύνατο να το αποφύγεις.

Δεν είναι μόνο οι σκέψεις, αλλά και τα αισθήματα. Που μπορεί να είναι πιο ισχυρά από τις σκέψεις, από εκείνες τουλάχιστο που ενσαρκώνονται σε λέξεις, αποχτούν ήχο, μετατρέπονται σε προφορικό ή γραπτό λόγο.

Και να σημειωθεί εδώ ότι δεν έκαμες κάτι επονείδιστο για να σου αξίζει αυτό. Είπες μόνο τη γνώμη σου. Όσο ευγενικά και να την είπες όμως, το αποτέλεσμα ήταν ίδιο. Απέναντί σου φέρονται όλοι “σα να τους σκότωσες τον πατέρα”, που έλεγε (αλλά δε λέει πια) ο λαός.

Δε χωράει εδώ η έκκληση “να το συζητήσουμε ρε παιδιά”… Όχι, δε χωράει. Αν η γνώμη σου είναι διαφορετική από τη γνώμη του αποδέκτη της, εν ριπή οφθαλμού μετατρέπεσαι σε κάτι απεχθές.

Μα, ναι, δεν πάει άλλο. Αυτό που βιώνουμε και μάλιστα σε αυτή την κλίμακα, είναι αποτρόπαιο. Μία πρόχειρη λύση του προβλήματος είναι να σιωπάς, να μη βγάνεις άχνα. Μόνο τότε δεν ενοχλείται κανείς. Αλλά γίνεται; Πρακτικά, γίνεται; Όχι. Δε γίνεται.

Όσο και να ψάχνω, δε βρίσκω γιατρειά. Δεν απαιτώ κιόλας από τον εαυτό μου να τη βρει, διότι, ποιος είμ’ εγώ, εδώ έκατσα ένα βράδυ κι άκουσα δύο διάσημους επιστήμονες να δίνουν συνέντευξη στην ΕΡΤ και δε μπορούσαν αυτοί…. Στο ερώτημα του δημοσιογράφου “μπορεί να γίνει κάτι;”, απάντησαν και οι δυο ότι, όχι, δε μπορεί να γίνει, θα πάμε αναπόφευκτα εκεί που θα μας βγάλει. Συμφώνησαν και οι δύο ότι ο καθένας μπορεί να κάνει κάτι μόνο για τον εαυτό του, να κλείσει για παράδειγμα το κινητό όταν κάθεται στο τραπέζι με φίλους ή να μειώσει την έκθεσή του στους εθισμούς των κοινωνικών δικτύων…

Αυτά είπαν, αλλ’ αυτά τα κάνω ήδη και δε φτάνουν. Κι επιπλέον, δεν ψάχνω φάρμακο για μένα, ψάχνω για τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, ψάχνω ένα φάρμακο για όλα τα παιδιά του κόσμου. Που μετατρέπονται κάθε μέρα σε έρμαια της ελαφρότητας και της απερισκεψίας.

Όταν δε μπορούν οι επιστήμονες κύριοι Καλύβας και Μπλέτσας να δώσουν ένα φως στο σκοτάδι που μας πλακώνει, ποιος μπορεί από τους άλλους, συμπεριλαμβανομένου εμού;

Όχι, σύντροφε, δεν έχω απάντηση. Ούτε φάρμακο. Ούτε η επανάσταση που τσαμπουνάς μπορεί να δώσει απάντηση. Μη μου παριστάνεις λοιπόν τον επαναστάτη, δεν το αντέχω άλλο αυτό. Μη λες ότι εσύ παραμένεις πιστός στα νεανικά μας οράματα, τη στιγμή που ψέγεις εμένα ότι, λέγοντας αυτά, ξεπούλησα την παλιά μας αθωότητα…

Μπούρδες.

Να το ξαναπώ;

Θα το ξαναπώ:

Μπούρδες.

Εδώ, κύριε, σήμερα, τώρα που μιλάμε, φτάσαμε… είμαστε δηλαδή στην κόψη του ξυραφιού. Ένα πόντο να ξεφύγουμε, θα κοπούν οι φλέβες και θα πεθάνουμε από αιμορραγία.

Αν μη τι άλλο, πάψει να φλυαρείς. Άσε με λίγο να σκεφτώ. Έλα να σκεφτούμε παρέα. Όπως κάναμε κάποτε. Να τα βάλουμε κάτω. Να δούμε τι μπορεί να σωθεί, αν σώζεται δηλαδή…

Τα παιδιά που αύριο θα είναι πολίτες αυτής της χώρας, διαβάζουν ολοένα και λιγότερες ώρες, ολοένα και μικρότερα κείμενα. Σε λίγο θα διαβάζουν μόνο ατάκες. Θ’ ακούνε μόνο διαφημιστικά μηνύματα. Πάει ο λόγος, κύριε. Τα έργα του λόγου θάβονται. Πάει ο διάλογος. Η Δημοκρατία χάνεται.

Γράψε ένα σχόλιο...

Κύλιση στην κορυφή