Είχα σήμερα τη χαρά και την τιμή να βρεθώ με την ιδιότητα του συγγραφέα στο Μουσείο Ιστορίας της Εκπαίδευσης Αιτωλοακαρνανίας που στεγάζεται στο παλαιό Σχολείο Αγγελοκάστρου. Προσκεκλημένος του Υπεύθυνου Σχολικών Δραστηριοτήτων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Θοδωρή Τσιλίκα και του Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου Αγγελοκάστρου Γιώργου Βουγιουκλίδη, στο πλαίσιο του Β΄ Φεστιβάλ Παιδικής Λογοτεχνίας που διοργανώνει η Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Αγρινίου.
Σ’ ένα χώρο που δεν απέχει πολύ από το να τον πω ιερό, αφού, περνώντας το κατώφλι, ένιωσα να περνώ την Πύλη του Χρόνου και μ’ ένα κλικ να γυρίζω μισό αιώνα πίσω, στις σχολικές αίθουσες του παλιού Σχολείου, με τους χάρτες, με τις εικόνες, με τα παλιά βιβλία, με τα παλιά θρανία, με τα παλιά τετράδια. Οι αναμνήσεις, η νοσταλγία, η συγκίνηση αποτέλεσαν την βασική συνθήκη για την εκδήλωση που θ’ ακολουθούσε.
Θα ήθελα να γράψω πολλά για τον χώρο που ίδρυσε και λειτουργεί ο Θοδωρής Τσιλίκας μαζεύοντας σαν το μυρμήγκι ό,τι βρίσκει πεταμένο εδώ κι εκεί στα σχολεία του Νομού που κλείνουν ένα μετά το άλλο.
Θα κρατήσω το αίσθημά μου αυτό για μιαν άλλη ώρα. Θα σταθώ στη μοναδική εμπειρία που αποκόμισα από την συνάντηση με τα σαράντα περίπου παιδιά (της Δ΄, της Ε΄ και της ΣΤ’ Τάξης) του Εξατάξιου Δημοτικού Σχολείου Αγγελοκάστρου που συνόδεψαν στην αίθουσα του Μουσείου οι δασκάλες τους.
Θέμα μου ήταν, τι άλλο, το παραμύθι.
Είπα στα παιδιά ότι τελευταία με απασχολεί ένα ερώτημα και ψάχνοντας εδώ κι εκεί να βρω απάντηση, έφτασα μέχρι το χωριό τους. Τους ζήτησα λοιπόν να με βοηθήσουν να ξεδιαλύνω τι είδους συγγραφέας είμαι: Παραμυθάς ή Παραμυθογράφος;
Για να λυθεί όμως αυτό το ζήτημα, πρέπει να δούμε τι κάνει ο ένας και τι κάνει ο άλλος.
Ο Παραμυθάς αφηγείται, δεν γράφει. Ο Παραμυθογράφος γράφει, δεν αφηγείται. Μαζί με τα παιδιά διαχωρίσαμε την αφήγηση από την γραφή. Και για να το τεκμηριώσουμε, τους αφηγήθηκα το αρχαίο “παραμύθι της ελαφίνας”.
Είχα σκοπό να τους διαβάσω κι ένα νέο παραμύθι, από την συλλογή μου “Παραμυθόπλοιο”, για να κάνουν σύγκριση ανάμεσα στην αφήγηση και την ανάγνωση, έκρινα όμως ότι αυτό που είχα στο μυαλό μου από την αρχή δεν ήταν αναγκαίο στο τέλος. Το ταξίδι που κάναμε, είχε ήδη γίνει μαγικό. Γιατί να χαλάσει στα καλά καθούμενα;
Ήταν τόσο μαγικό, που τα παιδιά χαλάρωσαν. Και χαλάρωσαν τόσο πολύ, που ένα παιδί είπε στο τέλος:
“Κοιμήθηκα”.
Και όλοι θα νομίζετε ότι αυτό ήταν αποτυχία του ομιλητή. Έλα όμως που ήταν το αντίθετο! Η αφήγηση ταξίδεψε τα παιδιά στον κόσμο των ονείρων. Και ήταν υπέροχο να τα βλέπεις πώς ξάπλωσαν στα παλιά θρανία ρέμπελα και πράα κι απολάμβαναν σαν πασάδες το νανούρισμα του παραμυθικού λόγου.
Να υπολογίσεις δε ότι, αργότερα, μου έλεγε ο κ. Βουγιουκλίδης πόσο ανησυχούσαν οι δάσκαλοι γιατί τα παιδιά είναι πολύ ζωηρά (ιδίως τα παιδιά της ΣΤ΄Τάξης) και δεν ήταν σίγουροι ότι θα παρακολουθήσουν την εκδήλωση χωρίς φασαρία. Όμως, αντί της φασαρίας, είδαν σαράντα παιδιά να παρακολουθούν μαγεμένα τις περιπέτειες του Ήλιου, του Αυγερινού και της Πούλιας, τόσο μαγεμένα που ήθελαν ν’ αφεθούν στην αγκαλιά του Μορφέα για να δουν τα υπόλοιπα στα όνειρά τους.
Αυτή ήταν η ονειρική εμπειρία μου σήμερα στο Αγγελόκαστρο.
Διαπίστωσα την καταπραϋντική δύναμη του παραμυθικού λόγου και τεκμηρίωσα την θεωρία μου που μιλάει για “παραμύθια λόγου” την ίδια ώρα που αρνείται τα “παραμύθια εικόνας”.
Εντυπωσιάστηκα από μία ερώτηση ενός παιδιού, του Θοδωρή. Με ρώτησε: “Γιατί στο παραμύθι που μας είπατε, υπήρχαν επαναλήψεις;”…
Αισθάνθηκα τόση χαρά από την ερώτηση του Θοδωρή που ήθελα να πηδήξω μέχρι το ταβάνι. Μια τέτοια ερώτηση μπορεί να την κάνει μόνο ένας ερευνητής που ασχολείται επιστημονικά με το παραμύθι.
Συγκράτησα τη χαρά μου και περιορίστηκα σε εξηγήσεις: Η επανάληψη λέξεων, εικόνων και μοτίβων στο λαϊκό παραμύθι είναι μια αφηγηματική τελετουργία που “καρφώνει” στο μυαλό αυτό που λέει ο αφηγητής και το καθιστά αθάνατο. Αυτός είναι ο λόγος που γίνονται αθάνατα τα λαϊκά παραμύθια. Είναι το χρυσό κλειδί για να περνούν από γενιά σε γενιά και από αιώνα σε αιώνα.
Είπα κι άλλα τέτοια. Δε μπορώ να τα μεταφέρω εδώ.
Κράτησα το ωραιότερο για το τέλος:
Τα παιδιά με κάλεσαν να ξαναπάω. Αυτή τη φορά όμως είπαν να μην πάω πρωί, αλλά… βράδυ! Να τους πω παραμύθια και μετά να πάνε για ύπνο!
Για να ονειρευτούν, υποθέτω.
Για να περάσουν την Πύλη του Χρόνου και να βρεθούν μ’ ένα κλικ στο Μουσείο της Ιστορίας και του Μύθου. Εκεί που ανασταίνεται η ψυχή και θυμάται την χρυσή εποχή της.